Στο ενδιάμεσο της απόστασης Γκέρμπεσι – Βλασία υπήρχαν η Γρανπόπολις και η Μαρτόπολις και κατά μίαν εκδοχή η Γρανπόπολις και το Καστρίτσι που είναι άλλη αρχαία θέση πλησιέστερα προς την Βλασία αποτελούσαν μία πόλη που εκτεινόταν σε περιφέρεια δέκα στρεμμάτων.
Ο Von Duhm (Mitteil d’ arch. Inst. In Athen, 1878 III 71 – ATHINISCE MITTEILUNGEN 3 1878), θεωρώντας λαθεμένα τότε (1878) ότι η Τριταία ευρίσκετο εκεί όπου το Καστρίτσι, ανέφερε τότε για την υποτιθέμενη Τριταία προσδιορίζοντας την περιοχή, το χώρο, τα ευρήματα και την Γρανπόπολη: (σε μετάφραση) «Τριταία: Πολύσημαντικά ευρήματα δείχνουν την σημασία, που πρέπει να είχε αυτό το φρούριο διέλευσης στην αρχαιότητα. Η πόλη κάλυπτε (περιελάμβανε) τη Ν. Α. και Ν. πλαγιά ενός σταθερού ύψους και περιβαλλόταν σε συγκεκριμένες αποστάσεις, με προεξέχοντες μεγάλους τετράγωνους πύργους, από προστατευτικά τείχη. Στη νότια γωνία ήταν ένας στρογγυλός πύργος. Το εσωτερικό μέρος της πόλης είναι γεμάτο θρύψαλα και δομικά υπολείμματα, ενώ στην πίσω πλευρά του υψώματος της πόλης υπάρχουν ακόμα θεμέλια μεγαλυτέρων κτιρίων, όπως το δάπεδο ενός ναού που ξεχωρίζει στους πρόποδες του τελευταίου υψώματος. Το πιο αξιοσημείωτο είναι όμως οι αναμφισβήτητοι τάφοι που βρίσκονται σκορπισμένοι μέσα στην περιοχή της πόλης, οι περισσότεροι κάτω κοντά στα τείχη, αλλά και μερικοί ψηλά, επάνω στο κάστρο / ακρόπολη.
Αυτοί οι τάφοι βρίσκονται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και είναι επενδυμένοι (φοδραρισμένοι) και καλυμμένοι με λιθόπλακες. Σ’ αυτούς τους τάφους βρέθηκαν – σύμφωνα με κοινές αναφορές δίπλα στους σκελετούς, πήλινα σερβίτσια ενώ σε έναν τάφο που ανοίχθηκε πρόσφατα, βρέθηκε ένα δαχτυλίδι με κομμένη πέτρα. Δυστυχώς δεν κατορθώσαμε να πάρουμε κάποια από τα ανευρεθέντα αντικείμενα, που είδαμε οι ίδιοι.
Ο δρόμος περνάει νότια από την παλαιά Τριταία – μέσω μιας ομαλής κατηφοριάς – άμεσα σ’ ένα χαμηλό λόφο, που τον χωρίζει από την Τριταία. Σ’ αυτό το λόφο παρατηρεί κανείς εντυπωσιακά υπολείμματα πλίθων και γύψου. Ο λαός ονομάζει αυτή την τοποθεσία Γρανπόπολη και ξέρει να διηγείται για μια πόλη που βρισκόταν εκεί. Δεν θα παραπλανηθούμε, αν φανταστούμε τους εαυτούς μας ως φρουρούς των συνόρων προς Αρκαδία – της ηγεμονικής αχαϊκής εποχής – εκεί ως ένα γνήσιο ιππότη Γκραντμπό, το μνημονικό του οποίου έχει βέβαια εξαφανιστεί όπως και ο πύργος του…»
Η Μαρτόπολις ευρίσκετο εκατέρωθεν του Σελινούντα ποταμού. Σ’ αυτές τις τοποθεσίες έχουν βρεθεί ερείπια ρωμαϊκών τάφων, πλίνθινα συντρίμματα, κεραμίδια υπερμεγέθη και παχύτατα, ως και αρχαίο τείχος. Ακόμη και στις μέρες μας όπου σε τμήμα της περιοχής αυτής καλλιεργούνται αμπέλια, με το σκάψιμο αυτών έρχονται στην επιφάνεια κομμάτια από κεραμίδια ή και άλλα συντρίμματα που προδίδουν την ύπαρξη εκεί αρχαίων οικισμών. Η τοποθεσία όπου υπάρχει το αμπέλι της πατρικής οικογενείας μου, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι είναι η Γρανπόπολη.
Αρχικά υπεστηρίχθη υπό των αρχαιολόγων ότι εκεί ευρίσκετο η αρχαία Τριταία. Αργότερα όμως οι αρχαιολόγοι υποστήριξαν ότι εκεί βρίσκεται το αρχαίο Λεόντιο αφού η Τριταία απεδείχθη ότι βρισκόταν στην πεδιάδα μεταξύ Ερυμάνθου και Σανταμεριάνικου βουνού, κοντά στην Αγία Μαρίνα (Σταυροδρόμι). Επειδή ο Παυσανίας[1] είχε αναφέρει ότι η απόσταση μεταξύ αρχαίων Φαρών[2] και Τριταίας ήταν 120 στάδια, η θέση που προαναφέρθηκε κοντά στην Αγ. Μαρίνα η οποία επαληθεύει αυτή την απόσταση, παρά το Καστρίτσι από το οποίο η απόσταση είναι πενταπλάσια, αποτελεί σύμφωνα και με ανασκαφές που διενήργησε εκεί ο Π. Α. Νεραντζούλης τον ακριβή τόπο της αρχαίας Τριταίας.
Σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου, στις αρχές του αιώνα στο Καστρίτσι Βλασίας κάποιοι γιατροί έκαναν ανασκαφές για να βρουν τον θησαυρό που σύμφωνα με την παράδοση είχαν κρύψει εκεί οι 7 βασιλείς και ματαίως προσπάθησαν να τον αφαιρέσουν ένας γελαδάρης και ο ηγούμενος μιας καταστραφείσης μονής, οι οποίοι έμαθαν από επιγραφή ότι «μόνο δια του σιδηρού χόρτου θα αφαιρεθεί ποτέ ο θησαυρός ο χωσθείς υπό των 7 βασιλέων»!
Στην περιοχή είχε χτιστεί υπό των Βυζαντινών το κάστρο της Βλασίας, άγνωστο ποιο ακριβώς έτος.[3]
Το Λεόντιο σύμφωνα με τον Σ. Ν. Θωμόπουλο (Ιστορία της Πόλεως των Πατρών) ο οποίος επικαλείται τον καθηγητή Σπύρο Παναγιωτόπουλο, υπεστηρίχθη ότι ήταν χτισμένο στη θέση Τραπεζά που βρίσκεται μια ώρα βορειοδυτικά του χωριού Κάλανος και κοντά στο χωριό Γκέρμπεσι. Η θέση όμως Τραπεζά σύμφωνα με τον Π. Νεραντζούλη που πραγματοποίησε το 1932 ανασκαφές εκεί, προσδιορίζεται σαν μια ευρύτερη τριγωνική περιοχή μια ώρα ΝΔ. του Αιγίου και ανάμεσα στα χωριά Χατζή, Δάφνη και Κούμαρη, δηλαδή δεν φαίνεται να έχει σχέση η θέση με το Γκέρμπεσι. Οι Γκερμπεσιώτες μάλιστα, πάντα σύμφωνα με τον Σ. Ν. Θωμόπουλο που γι αυτό επικαλείται μαρτυρία του τότε προέδρου της κοινότητας Λεοντίου, που διεκδικούσαν το Λεόντιο για όνομα της κοινότητάς τους, είχαν φιλονικήσει με τους Γουρζουμισιώτες οι οποίοι και αυτοί το ήθελαν για όνομα της δικής τους κοινότητας και τελικά δικαιώθηκαν από τους αρμοδίους οι δεύτεροι από το γεγονός ότι το έδαφος του χωριού τους είναι μαλακό και παθαίνει καθιζήσεις , όπως συνέβη το 1927, ενώ το έδαφος του χωριού Γκέρμπεσι είναι σκληρό και πετρώδες.
Κατά τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου ο οποίος επικαλείται τον Ευθ. Μαστροκώστα, «…το Λεόντιον έκειτο εις την Γουρζούμισα…και κατά την κρατούσαν έως τώρα (έκδοση του βιβλίου του) γνώμην, το Λεόντιον τοποθετείται νοτίως παλαιάς Γουρζούμισας… επί λόφου επί του οποίου υπάρχει ναΐσκος του Αγίου Ανδρέου… κατά τον Von Duhn η πόλις έκειτο δυτικά του νέου χωρίου… τα αυτά υποστηρίζει και ο Leake III, 353, υποστηρίξας το πρώτον ότι εκεί το αρχαίον Λεόντιον…Ορθώς κατά Μαστροκώστα μετονομάσθη η Γουρζούμισα εις Λεόντιον…»
Αλλά και ο Ν. Κυπαρίσσης (Πρακτικά Αρχ. Εταιρείας 1931, σελ.71) υποστηρίζει ότι: «…κείται το νυν χωρίον Γουρζούμισα, ορθώς μετονομασθέν εις Λεόντιον…» και συνεχίζοντας στην σελίδα 72 αναφέρει: «…εις τας απέναντι του νεκροταφείου μετά την χαράδρα λοφοσειράς υπάρχουν ίχνη πολίσματος τα οποία ανήκουσιν εις το αρχαίον Λεόντιον πιθανώτατα, το οποίον αντικατέστησε τας αρχαίας Ρύπας, ενωρίς εξαφανισθείσας, εις την αρχαίαν δωδεκάπολιν (Πολύβ. ΙΙ 41, V 34 κ΄ Leake Morea III, 9 419)…εάν τα ίχνη της πόλεως του Λεοντίου φθάνουν εις τους παναρχαίους χρόνους, εάν δηλ. εις την θέσιν αυτήν υπήρχεν η πόλις η παναρχαία, εις ήν ανήκει το ερευνηθέν Μυκηναϊκόν νεκροταφείον ως και το περαιτέρω ερευνηθησόμενον, όλα ταύτα είναι ζητήματα, των οποίων την λύσιν θα επιδιώξη η έρευνα του επομένου έτους».Την επόμενη χρονιά συνέχισε τις ανασκαφές αλλά δεν αναφέρει κάτι σχετικό με την «λύση του ζητήματος».
Ο Von Duhn αναφέρει συγκεκριμένα: «Λεόντιο: Εκτός από λίγα εξαιρετικά ευρήματα τειχών της πόλης δεν έχει διατηρηθεί τίποτα πλέον. Παρατηρώ επί τη ευκαιρία ότι ο γαλλικός χάρτης και το επισυναπτόμενο έντυπο του Curtius δείχνουν λάθος θέση. Η πόλη κείτονταν επάνω σε ένα αρκετά μικρό αλλά από τις άλλες οροσειρές απομονωμένο επιμήκη λόφο, ανατολικά της περιοχής Γουζούμιστρα, ο οποίος χωρίζεται από τις υπόλοιπες οροσειρές στα δυτικά από ένα χαμηλό οροπέδιο, στο οποίο το εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα χαρακτηρίζει το σημείο χωρισμού των δρόμων προς Γουρζούμιστρα / Αίγιο, προς Καλάβρυτα και προς Αγ. Βλάσιο. Μια ματιά στην πολύ μικρή καλλιεργήσιμη πεδιάδα νοτιοδυτικά της πόλης, δείχνει γιατί ένας σημαντικότατος τόπος δεν μπόρεσε εδώ να διατηρηθεί. Μόνο η στρατηγική σημασία αιτιολογεί τη θέση του. Η ίδια (σημασία ) δόθηκε εξ αιτίας της προς τη δυτική πλευρά υφισταμένης δυσκολίας της διερχομένης από εδώ πρόσβασης που εκτείνεται προς νότο από την ανήκουσα στην Τριταία (λάθος!) περιοχή των Νεζερών…»
Ο Γ. Παπανδρέου υποστηρίζει ότι «…το Λεόντιο ευρίσκετο νότια της Γουρζούμισας και επί της δεξιάς όχθης του Γουρζουμισέϊκου παραποτάμου του Σελινούντα, υπεράνω ναϊδρίου του Αγίου Ανδρέου, μετά δε την παρακμήν του Λεοντίου υπέκειτο (ο δήμος Λαπαθών) εις την περιοχήν της Αχαϊκής Τριταίας, ης τα ερείπια πιθανώς κείνται εις θέσιν Καστρίτσι της περιφέρειας του χωρίου Βλασίας και εις απόστασιν ώρας βορείως αυτού..»
Τόσον ο Πολύβιος, όσον και ο Παυσανίας ασχολούνται με την δράση του Καλλικράτη ο οποίος καταγόταν από το Λεόντιο των Πατρών. Ο Πολύβιος τον αναφέρει ως «λεοντήσιον»: «…και αμέσως εξέλεξαν ως πρεσβευτές τους τον Καλλικράτην τον Λεοντήσιον και…» (Πολυβίου Άπαντα: ΚΔ, 8,8 αλλά και αλλού όπως στο ΚΘ 23, 1-25, 6, στο Λ 13,3 κ.λ.), ενώ ο Παυσανίας στα «Αχαϊκά» αναφέρει: «Την εποχήν εκείνην ο Αχαιός Καλλικράτης[4] έκαμε ολωσδιόλου υποχειρίους των Ρωμαίων τους Αχαιούς… Αλλ’ ο Ρωμαίος ευρήκεν αμέσως την δικαιολογίαν και όσους κατήγγειλεν ο Καλλικράτης ότι ήσαν οπαδοί του Περσέως, τους εξαπέστειλε να δικαστούν εις το δικαστήριον των Ρωμαίων. Το πράγμα αυτό δεν είχε ποτέ πρωτύτερα συμβεί εις τους Έλληνας… Ο Γάλλος αυτός (μέλος της Ρωμαϊκής συγκλήτου) δεν κατεδέχθη να γίνει δικαστής των (Λακεδαιμονίων – Αργείων), αλλά παρεχώρησεν εις τον Καλλικράτην, έναν αλητήριον άνθρωπον, το δικαίωμα να γίνει κριτής όλης της Ελλάδος… Τότε οι Ωρώπιοι, εις τον Μεναλίδαν, Λακεδαιμόνιον μεν την καταγωγήν, την εποχήν δε εκείνην τυγχάνοντα στρατηγόν των Αχαιών, υπεσχέθησαν ποσόν δέκα ταλάντων αν θα έφερεν τον στρατόν των Αχαιών προς βοήθειαν αυτών. Ο Μεναλκίδας υπεσχέθη ότι θα έδιδε το ήμισυ των χρημάτων εις τον Καλλικράτην , ο οποίος είχεν υπερβολικήν δύναμιν εις τους Αχαιούς ένεκα της φιλίας του προς τους Ρωμαίους… Αλλά και από τους Αχαιούς απεστάλησαν εις την Ρώμην ο Καλλικράτης και ο Δίαιος, όπως παραστούν εις την Σύγκλητον, ως ανίδικοι των φυγάδων της Σπάρτης. Απ’ αυτούς ο Καλλικράτης ασθενήσας απέθανεν καθ’ οδόν, ουδέ γνωρίζω αν φθάνων εις τη Ρώμην θα ωφελούσεν τίποτε τους Αχαιούς ή θα εγίνετο αρχή μεγαλυτέρων συμφορών εις αυτούς…»
Όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του τύπου του Νοεμβρίου 1957, ο έφορος αρχαιοτήτων Ολυμπίας κος Γιαλούρης σε δοκιμαστικές ανασκαφές που διενήργησε στην περιοχή «Καστρίτσι» κοντά στο χωριό Βλασία και σ’ απόσταση 50 χιλιομέτρων από την πόλη των Πατρών, πλησίον του δρόμου Πατρών – Καλαβρύτων, απεκάλυψε τα ερείπια της πόλεως του αρχαίου Λεοντίου[5]. Βρέθηκαν μεταλλικά υπολείμματα μεταλλικής επενδύσεως των θυροφύλλων της πόλεως μετ’ απηνθρακομένων ξύλων που δείχνουν πως ήσαν τα θυρόφυλλα της πόλης. Η θύρα αυτή πρέπει να περιεστρέφετο κατά 180ο επί αξόνων. Το πέλμα ενός άξονος είχε βρεθεί τυχαία τον Νοέμβρη του 1954. Επίσης σημαντική ήταν η αποκάλυψη του θεάτρου χωρητικότητας πλέον των 1.000 θέσεων, της αρχαίας αυτής πόλεως που βρισκόταν πλησίον του τείχους του Λεοντίου. Του θεάτρου αυτού σώζονται 8 σειρές βαθμίδων επενδυμένες με πωρόλιθο και συνεχίζεται λαξευτόν επί του συνεχόμενου βράχου. Είναι της κλασσικής εποχής και οι δύο πάροδοι και τμήμα της σκηνής σώζονται εις αρίστην κατάστασιν. Η ύπαρξη του θεάτρου αυτού σε υψόμετρο 1100 μέτρων αποδεικνύει την πνευματική ανάπτυξη του πληθυσμού της αγροτικής αυτής περιοχής και δίνει δείγματα του επιπέδου πολιτισμού. Η έλλειψη επαρκών πιστώσεων δεν επέτρεψε την συνέχιση των ερευνών.
Ανάλογο περιεχόμενο εκείνου των δημοσιευμάτων έχει και το πρόσφατο έγγραφο της ΣΤ΄ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΠΡΟΪΣΤ. ΚΑΙ ΚΛΑΣ. ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ με Αρ. Πρ. Φ111/Γ1-8/8307/31-8-2000, το οποίο εκδόθηκε σ’ απάντηση αίτησης του Δημ. Συμβούλου Καλαβρύτων κ. Αθ. Φραντζή και το οποίο αναφέρει:
«Τρία χιλιόμετρα περίπου βόρεια του Αγίου Νικολάου Βλασίας και στο λόφο Καστρίτσι, σε μικρή απόσταση δεξιά της δημοσίας οδού Καλαβρύτων – Πατρών, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Λεοντίου.
Συγκεκριμένα σώζεται ο οχυρωματικός περίβολος με τους πύργους, οι οποίοι είναι τετράγωνης κάτοψης, εκτός από έναν στην Ν.Α. γωνία που είναι κυκλικός. Στο πλάτωμα του λόφου έχουν επισημανθεί ερείπια τριών σημαντικών κτηρίων.
Το 1958 ο κ. Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησε μικρής διάρκειας ανασκαφική έρευνα, που έφερε στο φως το κοίλον του θεάτρου. Το θέατρο βρίσκεται στα ΒΑ πρανή του λόφου και εντός των τειχών. Αποκαλύφθηκαν εννέα σειρές εδωλίων αρκετά καλής διατήρησης. Οι ανώτερες σειρές πρέπει, κατά τον ανασκαφέα, να ήσαν λαξευμένες στο βράχο. Πρόκειται για μικρών διαστάσεων θέατρο, του οποίου οι πάροδοι σώζονται ακόμα και σήμερα σε ύψος 2μ. περίπου.
Από το σύστημα δόμησης των τειχών της πόλεως, που χρονολογούνται στον 4ο π. Χ. αιώνα, η πόλη θα πρέπει να ήκμασε την περίοδο αυτή. Στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα καταστρέφεται, πιθανώς να πυρπολήθηκε από τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας κατά την εκστρατεία του στην Αχαΐα.
Ο λόφος Καστρίτσι είχε μεγάλη στρατηγική σημασία διότι βρισκόταν στα σύνορα Αχαΐας και Αρκαδίας και τα σωζόμενα κατάλοιπα στο λόφο αυτό είναι πολύ σημαντικά.
Εκ περισυλλογής οστράκων έχουμε ενδείξεις και για παλαιότερη κατοίκηση του λόφου από τα αρχαϊκά έως και τα προϊστορικά χρόνια.
Ανατολικά της αρχαίας πόλης, πλησίον του συνοικισμού Μενυχτέϊκα προέρχονται από τάφο επικνημίδες αρχαϊκής εποχής. Λίγο ανατολικότερα, στο συνοικισμό Λομποκά, έχει εντοπιστεί νεκροταφείο μυκηναϊκών χρόνων, τμήμα του οποίου ανάσκαψε ο αείμνηστος Κυπαρίσσης. Κοντά δε στο χωριό Μουρίκι[6] και σ’ ένα μικρό ύψωμα βρίσκονται ερείπια κλασικής πολίχνης.»
Για την ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων του Λεοντίου που φέρεται να είναι στο Καστρίτσι, των μυκηναϊκών τάφων στα Μενυχτέϊκα, στο Μουρίκι και στον Λομποκά, έχει συσταθεί από το 2000 «Επιτροπή Αγώνα».
Από όσα εξετέθησαν και αφορούν δεδομένα ανασκαφών από αρχαιολόγους αλλά και από ιστορικής φύσεως στοιχεία, φαίνεται να υπάρχει κάποια συνάφεια του χώρου του Καστριτσίου με το αρχαίο Λεόντιο. Όμως άλλα αδιάσειστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτό δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμη.
Με δεδομένο ότι διαμαρτύρονται οι κάτοικοι του σημερινού Λεοντίου που προήλθε από μετονομασία της Γουρζούμισας (Απόφ. Υπουργ. Εσωτερικών 8667/19,4,1923 – ΦΕΚ. 29/1923) και ισχυρίζονται ότι δεν βρίσκεται στο «Καστρίτσι» το αρχαίο Λεόντιο, αλλά εκεί πλησίον όπου το σημερινό, η άποψή μου είναι ότι πέραν των ενεργειών στις οποίες τα ενδιαφερόμενα χωριά προβαίνουν, προκειμένου να αξιοποιήσουν την περιοχή Καστριτσίου, οι αρχαιολόγοι έχουν πρόσθετη, και λόγω αυτής της διένεξης, υποχρέωση να διερευνήσουν και να διευκρινίσουν το θέμα. Ας περιμένουμε λοιπόν την ανάδειξη των αρχαίων αυτών χώρων, επ’ ωφελεία ολόκληρης της περιοχής και την οριστική διευθέτηση του προβλήματος της ονομασίας τους από τους αρμοδίους. Άλλωστε οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι, ως αποκλειστικά αρμόδιοι, αποφαίνονται και εκφράζουν τις απόψεις που προαναφέρθηκαν.
Στη Γουρζούμισα βρέθηκαν τρία νεκροταφεία υστεροελλαδικών θαλαμοειδών τάφων στις εξής θέσεις:
α) Το πρώτο βορείως του χωρίου και κοντά σε μια πηγή βρέθηκαν πολλοί τάφοι από τους οποίους ένας μόνον βρέθηκε άθικτος. «Εντός του τάφου τούτου (οι διαστάσεις του οποίου δεν παρέχονται) ευρέθη Υ.Ε.Γ κεραμική και παραδόξως εν Π.Ε. αγγείον. Π.Α.Ε. 1931, 71-73 Π.Ε αγγείον αυτόθι 6.72 εικ. 3.»
β) Το δεύτερο στη θέση Κουτρέϊκα μισή ώρα απόσταση από την Γουρζούμισα. Περιείχε πολλούς τάφους οι οποίοι ήσαν συλημένοι κατά τον Κυπαρίσση ο οποίος δεν περιγράφει κάποιον απ’ αυτούς.
γ) Το τρίτο στη θέση Άγιος Ιωάννης σ’ απόσταση τρία τέταρτα της ώρας από την Γουρζούμισα. Το νεκροταφείο περιείχε πολλούς τάφους οι περισσότεροι των οποίων είχαν συληθεί και μόνον ένας βρέθηκε ανέπαφος. Μέσα σ’ αυτόν βρέθηκαν μερικά αγγεία και κοσμήματα τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο των Πατρών. Ο Ν. Κυπαρίσσης δεν περιγράφει κάποιον απ’ αυτούς τους τάφους ούτε δίδει τις διαστάσεις τους. Ευρέθη σημαντικός αριθμός ακεραίων αγγείων, χωρίς ν’ αναφέρεται πόσα και να δίδεται περιγραφή αυτών. Π.Α.Ε., 1932, 57-58[7].
Ο Σ. Ν. Θωμόπουλος αναφέρει ότι σ’ αυτή την θέση ο Νικ. Κυπαρίσσης ανακάλυψε πολλά χονδρά ποικίλων σχημάτων αντικείμενα από κεχριμπάρι (ήλεκτρον) που τρίβονται εύκολα και αυτό ήταν κάτι εντελώς καινούργιο στις ανασκαφές μυκηναϊκών νεκροταφείων και δείχνει ότι το κεχριμπάρι είχε εισαχθεί στην Ελλάδα. Το κεχριμπάρι εισαγόταν κυρίως από την Μ. Ασία όπου γινόταν η επεξεργασία του.
Ο έφορος αρχαιοτήτων Αχαΐας Ν. Κυπαρίσσης ανακοίνωσε (Πρακτ. Αρχαιολογικής Εταιρείας 1933 και 1934) την ύπαρξη πολλών θαλαμοειδών τάφων της Υστεροελλαδικής Περιόδου (1600 – 1100 π.Χ.) παρά το χωρίον Μικρός Μποντιάς. Εντός ενός εξ αυτών βρέθηκαν κάποιοι σκελετοί, αγγεία και ένα ορειχάλκινο μαχαιρίδιο.(Επετηρίς των Καλαβρύτων 1969 – Προϊστορία της επαρχίας Καλαβρύτων υπό Σπ. Ν. Πολυδώρου – επιτίμου Γυμνασιάρχου).
Ο έφορος αρχαιοτήτων Αχαΐας Ν. Κυπαρίσσης ανακοίνωσε (Πρακτ. Αρχαιολογικής Εταιρείας 1933 σελ.91): «…Εις θέσιν Λομποκά, θερινήν διαμονή του χωρίου Μποντιά (Μεγάλου κ΄ Μικρού) και εις τα κτήματα του Θάνου Κατριμάνου(;) κατά το πλέιστον εκτείνεται γήλοφος εκ μαλακού ψαμμίτου παρά τας όχθας σχεδόν του Σελινούντος ποταμού και ακριβώς κάτωθι του βουνού, το οποίον όλως απόκρημνον υπέρκειται και το οποίον ονομάζεται Κρανιά. Επί του γηλόφου τούτου καθ’ όλην την έκτασιν οι αρχαίοι κατά τον 12ον και 11ον π. Χ. αιώνα κατεσκεύασαν το κοιμητήριον των νεκρών των δια της λαξεύσεως θαλαμοειδών τάφων κατά το έθος των χρόνων εκείνων. Την κορυφήν του γηλόφου ευρόντες μαλακήν οι κατά τας διαφόρους εποχάς κάτοικοι, ισοπέδωσαν εις ικανήν έκτασιν δια να την χρησιμοποιήσουν ως αλώνια των χωρίων… ερευνήσαμε μέρος των παρειών των σημερινών αλωνίων, ευρόντες μόνον τρεις λαξευτούς τάφους…Καίτοι η έρευνα αυτόθι υπήρξε εξαιρετικά μικρά κατά το θέρος τούτο, λόγω των γλιστροτάτων μέσων, τα οποία διετέθησαν δια τας ανασκαφάς, εν τούτοις υπήρξεν αρκετή δια να αποδείξει ότι και εις το απομεμακρυσμένον τούτο και ορεινό μέρος της αρχαίας Αχαΐας προϊστορικός πολιτισμός, πυκνότατα διαδεδομένος με τα αυτά ή παρόμοια ευρήματα, ως ευρέθησαν εις πλέιστας υπ’ εμού ερευνηθείσας νεκροπόλεις της αρχαίας Αχαΐας κατά τας τελευταίας εκατονταετηρίδας της δευτέρας π. Χ. χιλιετηρίδας…»
Σύμφωνα με τον Κ. Θ. Συριόπουλο: (Η προϊστορία της Πελοποννήσου – Αθήναι 1964) και σ’ ότι αφορά τους υστεροελλαδικούς τάφους στον Μποντιά «Η θέσις (Μποντιάς) εκπροσωπείται υπό θαλαμοειδών τάφων, τρεις των οποίων ανεσκάφησαν υπό του Κυπαρίσση. Οι δύο των ανασκαφέντων τάφων έχουν συληθεί, ο δε τρίτος περιείχε σκελετούς τινας, 4 αγγεία και εν ορειχάλκινον μαχαιρίδιον.Π.Α.Ε.1933, 90-92,1934,114» επίσης σ’ ότι αφορά την υστεροελλαδική κεραμική, αναφέρει ότι στην ίδια θέση (Μποντιάς) βρέθηκαν 4 περίπου ΥΕ ΙΙΙ αγγεία (Π.Α.Ε.1933, 6.91 εικ. 1).
Ομοίως ο έφορος αρχαιοτήτων Αχαΐας Ν. Κυπαρίσσης το 1929 εις το Μάνεσι εντόπισε και το 1930 ανάσκαψε μερικούς θαλαμοειδείς τάφους από ένα Μυκηναϊκό νεκροταφείο πλησίον του χωριού και κοντά στο 62ο χιλιόμετρο του δρόμου Πατρών – Καλαβρύτων. Οι τάφοι έδωσαν αγγεία μόνο[8].