Φορολογία και τρόποι ενοικίασης και καλλιέργειας της γης.
Από έγγραφο του έτους 1828 μαθαίνουμε ότι:
«Οι χωριάται οσάκις εκαλλιέργουν Τουρκικάς ιδιοκτησίας, έδιδαν εις τους κτήμονας αποκαρπώσεις τινάς, αι οποίαι επήγαζαν από την αμοιβαίαν μεταξύ αυτών συμφωνίαν. Εγίνετο δε αύτη ωφελιμωτέρα προς τους χωριάτας καθ’όλα τα μέρη, όπου ήσαν μεγάλαι ιδιοκτησίαι, πολλή η καλλιεργήσιμη γη, ευκολοεξαγόμενα τα προίόντα και ολίγαι αι χείρες αι αφιερωμέναι εις την γεωργίαν. Τρεις ήτον συνήθως οι τρόποι της συμφωνίας τάυτης.
Ο Αος ο συντροφικός. Κατ’ αυτόν από το ακαθάριστον όλον προϊόν ελαμβάνοντο όλα τα προκαταβληθέντα δια την παραγωγήν έξοδα, απεδίδετο η κανονική Δεκατία, και το λοιπόν του προϊόντος εμοιράζετο εξ ημισείας ματαξύ του κτήμονος και του χωριάτου.
Ο Βος ήτον ο Τριτάρικος. Κατ’ αυτόν όλων των αναγκαίων δια την παραγωγήν εξόδων η καταβολή έμενε εις βάρος του χωριάτου, η Δεκατία απεδίδετο από το ακαθάριστονν όλον προϊόν, από δε το υπόλοιπον αυτού ελάμβανεν ο κτήμων μερίδια τρία, και ο χωριάτης μερίδια έξ.
Ο Γος ήτο το Γιόμορο ή αποκοπή. Κατ’ αυτόν όλα της παραγωγής τα έξοδα και η Δεκατία ήταν εις βάρος του χωριάτου, και από το προϊόν, είτε πολύ, είτε ολίγον εγίνετο, έδιδε εις τον κτήμονα ή όσον σπόρον εχώρησε το καλλιεργηθέν χωράφι ή τα 2/3 αν ήτον ο λόγος περί ελαιών, και αναλόγως δια τα λοιπά είδη της καλλιεργείας έδιδεν ότι είχε συμφωνήσει κατά την προηγηθείσαν αποκοπήν.
Ο δεύτερος μεταξύ των τριών τρόπων ήτον ο γενικώτερα και ο πλέον συνήθης. Οι κτήμονες Τούρκοι εις όσα μέρη ήτον έλλειψις γεωργών δια να τους εφελκύσουν προς εαυτούς, τους έκαμναν τινάς βοηθείας, τους εδάνειζαν π.χ. ολίγα χρήματα δια ν’ απαντούν τα χρέη των, ή έκαμναν την προκαταβολήν ενός μέρους των εξόδων της παραγωγής. Αλλ’ ως επί το πλείστον τας μικράς ταύτας βοηθείας, αντεζύγιζαν και συχνότατα υπερέβαιναν αι αγγαρείαι εις τας οποίας οι χωρικοπί δυναστικώς καθυπεβάλλοντο, όταν εγεώργουν το συφερώτερον μέρος του υποστατικού ολοκλήρως προς ωφέλειαν του κτήμονα, (τα λεγόμενα παρασπόρια) ή όταν με τα ζώα των ηναγκάζοντο να κάμνουν χάριν διαφόρους υπηρεσίας του αγά, ή όταν επρόσφεραν εις αυτόν ακουσίως και παρά την συμφωνίαν μέρος των ποιμενικών ή άλλων ιδιαιτέρων προϊόντων των. Οι έλληνες είχαν και αυτοί διαφόρων ειδών ιδιοκτησίας κατά δικαίωμα αναγνωρισμένον παρά της Τουρκικής εξουσίας. Του δικαιώματος τούτου το αδιαφιλονείκητον αποδεικνύεται από την σημασίαν του φόρου του ονομαζομένου Νοζούλι αβαρίζι και πολύ πλέον από τα Ταπία ή Χοζέτια, έγγρφα δημόσια ιδιοκτησίας, διδόμενα από τον Σπαχήν, Βοεβόδα, ή Καδήν, οσάκις ο Έλλην επώλει τακτικώς εις άλλον Έλληνα, ή και Τούρκον ιδιοκτησίαν τινά. Των Ταπιών και Χοζετίων είχαν χρεία και αυτοί οι τρομεροί ηγεμόνες, ως ο Αλή Πασιάς, οσάκις δυναστικώς αφήρπαζαν τας ιδιοκτησίας των Ελλήνων, νομίζοντες ότι δια τοιούτων εγγράφων ηδύναντο να μεταβάλλουν την δυναστικήν των εις Νόμιμον κυριότητα. Επί των προεκτεθεισών βάσεων εθεμελιούντο αι συμφωνίαι μεταξύ των χωρικών και των κτημόνων Ελλήνων, όταν τα υποστατικά τούτων εκαλλιεργούντο από τους χωρικούς, οι οποίοι επομένως απέδιδαν εις τους κτήμονας ομογενείς των τας αυτάς αποκαρπώσεις, καθώς και εις τους Τούρκους, με την διαφοράν όμως ότι εις την δευτέραν ταύτην περίστασιν, πολλά ολίγον υπέφερον από τας αγγαρίας και τας βιαίας αρπαγάς, και ενίοτε δεν τας υπέφεραν παντελώς…».
«Δικαιώματα» και τρόποι σύναξης αυτών από τους Αρχιερείς.
Για τα όσα συγκέντρωναν οι αρχιερείς, το ίδιο έγγραφο αναφέρει:
«Οι Αρχιερείς εσύναζαν δύο ειδών Δικαιώματα, τα Κανονικά και τα Τυχηρά. Τα Τυχηρά, οποία ήτο τα συναζόμενα από αγιασμούς, λειτουργίας, χειροτονίας, γάμους, κ.τ.λ., δεν ήσαν σταθερώς κεκανονισμένα, αλλ’ υπέκειντο εις διαφόρους αυξήσεις ή μειώσεις κατά τας περιστάσεις, την κατάστασιν των Χριστιανών και τον χαρακτήρα του αρχιερέως. Έφθασαν όμως οι αρχιερείς να συνάζουν ίσην και εις πολλά μέρη πλειοτέραν ποσότητα παρ’ όσην εσύναξαν από τα Κανονικά. Ταύτα δε συνίσταντο κυρίως εις όσα κατ’ αρχαίαν συνήθειαν οι αρχιερείς εσύναζαν κατ’ έτος από τας χριστιανικάς οικογενείας, ήτοι ανά παράδες 20 από τας εχούσας ανδρόγυνον, και ανά παράδες 10 από τας χηρευούσας. […] Αλλά και τα λεγόμενα Κανονικά Δικαιώματα κατήντησαν προϊόντος του χρόνου πραγματικώς ακανόνιστα. Το πλείστον μέρος των χριστιανικών οικογενειών παρήγαγεν αμέσως ή εμμέσως διάφορα είδη γεωργικών προϊόντων, και το ιδιαίτερον συμφέρον ωδήγησε τους αρχιερείς να εισάξουν[;] την συνήθειαν του να λαμβάνουν κατ’ έτος από αυτάς ορισμένον τι μέρος εκ των προϊόντων αυτών: (αντί των 20 ή 10 παράδων) παρ. χάριν 11 ή 22 οκάδες σίτου, ή μίαν λίτραν κουκούλι, ή το ανάλογον λάδι, κ.ο.κ., και άλλοι μεν ωνόμασαν την σύναξιν ταύτην Ζητείαν, άλλοι δε Ρώγαν. Συνέβη δε ακολούθως οι αρχιερείς, καθώς ενόμιζαν δια τον εαυτόν των συμφερώτερον, ν’ απολαμβάνουντα εκ της Ζητείας ή Ρώγας άλλοτε εις φυσικά προϊόντα, και άλλοτε να λαμβάνουν το αντίτιμον αυτών εις χρήματα. Ενίοτε όμως κατά την οποίαν είχαν επιρροήν και κατά την κατάστασιν των Χριστιανών εσύναζαν αμφότερα, και τα χρήματα δηλ. και το σύνηθες μέρος των προϊόντων. Και εντεύθεν συνέβαινεν όχι ολίγοι αρχιερείς να συνάξουν ετησίως από κάθε οικογένειαν το περισσότερον γρόσια 3 ή το ολιγώτεον παράδες 40».
Αξία χρήματος (τόκος) και αξία γης.
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρονται και ορισμένες πληροφορίες για τον τόκο και την αξία της γης:
«Η Τουρκική νομοθεσία δεν παρεδέχετο τον τόκον. Μόνον όταν τα δανεισθέντα χρήματα ανήκον εις ορφανά τα κριτήρια εσυγχώρουν τόκον προς 10% τον χρόνον. Μένων εκ τούτου πάντη ακανόνιστος ο τόκος, εκυματίζετο κατά τόπους, τας περιστάσεις και τους ανθρώπους από τα 12, 15, 18 και έως 30 τα 100 τον χρόνον. Ο πρώτος όρος, ο των 12, συνήθης εις τα μέρη όπου το εμπόριον εγίνετο τακτικόν και ενεργητικόν, και υπό ξένην τινά προστασίαν, εφυλάτετο σχεδόν πάντοτε μεταξύ των εμπόρων τόσον Ελλήνων όσον και Ευρωπαίων, έτι δε και μεταξύ άλλων οι οποίοι δεν ήσαν έμποροι, επαρουσίαζαν όμως δια το τίμιον και ευκατάστατον αυτών ξεχωριστήν τινά ασφάλειαν. Απ’ εναντίας ο τελευταίος όρος, ο των 30 δεν εσυνηθίζετο ει μη εις εκτάκτους περιστάσεις, εις μέρη όπου εις την συναλλαγματικήν κυκλοφορίαν δεν ευρίσκοντο τ’ ανάλογα χρηματικά κεφάλαια, και μεταξύ υποκειμένων, των οποίων η πολιτική θέσις, ή η ιδιαιτέρα κατάστασις δεν παρείχεν εις τους δανειστάς αποχρώσαν ασφάλειαν. Όπου δε τα εις κυκλοφορίαν αναγκαία χρηματικά κεφάλαια δεν ήσαν πάρα πολύ δυσεύρετα, όπου τα μεν συναλλάγματα δεν εξασφαλίζοντο από ξένην τινά προστασίαν, οι δανεισταί όμως εύρισκαν ικανήν εγγύησιν εις τους χαρακτήρας και εις τας καταστάσεις των οφειλετών των. Εκεί συνήθως ήτον εις χρήσιν ο τόκος των 15 και συνηθέστερον ο των 18. Αν δε ποτέ δανειστής ενάγων τον οφειλέτην του εις τουρκικόν κριτήριον επαρουσίαζε χρεωστικήν ομολογίαν, διαλαμβάνουσαν διακεκριμένως και ξεχωριστά από το δανεισθέν κεφάλαιον, τον συμφωνηθέντα τόκον, κατεδικάζετο από το κριτήριον να χάσει όλως διόλου τον τόκον. (εκτός αν, ως είρηται, τα δανεισθέντα ήτον ορφανικά). Εκ τούτου αναγκαίως εις πολλά μέρη παρεισήχθη η συνήθεια του να αλλάσσωνται αι ομολογίαι ανά εξαμηνίαν, και να συψηφοίται εις αυτάς ο τόκος ως κεφάλαιον.
Θέλοντες να γνωρίσωμεν την τιμήν εις την οποίαν προ των 1821 επωλούντο εις την Ελλάδα αι ακίνητοι ιδιοκτησίαι, δεν πρέπει να οδηγηθώμεν αφ’ ότι συνέβαινεν εντός της περιφερείας παραλίων τινών πόλεων της Ελλάδος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι διαφόρων μερών χρηματισταί, έμποροι και βιομηχανικοί, και όπου όσον η ζήτησις ήτον ανωτέρα της προσφοράς, όσον αι εκ των διαφόρων βιομηχανιών ωφέλειαι ήσαν μεγαλύτεραι παρ’ αλλαχόσεν, άλλο τόσον ήτον υψηλή η τιμή και των γαιών των χρησίμων εις οικοδομας, και των οικοδομών αυτών. Παρομοίως δεν πρέπει να οδηγηθώμεν ούτε από την τιμήν ιδιοκτησιών τινών, αι οποίαι εξαιρετικώς εχρησίμευαν εις παραγωγήν προϊόντων υψηλής τιμής και μεγάλης ωφελείας, οποίαι ήσαν π.χ. αι εις φυτείαν σταφιδών χρησιμεύουσαι γαίαι. Εν γένει δε κατά τας θέσεις, την ποιότητα της γης, κατά την αναλογίαν της προσφοράς ως προς την ζήτησιν, ο κατώταος όρος της τιμής των γαιών εις την Ελλάδα προ του 1821 ήτον προς γρόσια 10 το στρέμμα, και ο ανώτατος προς γρόσια 60.».
Πηγή: Γ.Α.Κ.