Λέξεις σύγχρονες με αναφορά στην Βυζαντινή και Προβυζαντινή περίοδο.

        Λέξεις σύγχρονες με αναφορά στην Βυζαντινή και Προβυζαντινή περίοδο. Μερικές εξ αυτών προέρχονται από το Αρχείο Θεοφάνους τινός Έλληνος εξ Ερμουπόλεως της άνω Αιγύπτου, όστις ήτο νομικός και σύμβουλος πιθανώς του Ρωμαίου επάρχου της Αιγύπτου, έζησε περί τα τέλη του 3ου και τις αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνος. Οι πάπυροι ανάγονται μεταξύ των ετών 317 και 323).

 Αγγούρια: ελέγοντο σικύδια. (Σικυός=το αγγούριν των Βυζαντινών). Αναφέρεται σε πάπυρο του 2ου ή 3ου μ. Χ. αιώνος: «σπέρ­ματα σικυδίων σπουδαία έπεμψα υμίν».

Αγκινάρες: κινάρες ελέγοντο και αποτελούσαν γαστρονομική πολυτέλεια που επιτρεπόταν μόνο στους πλουσίους.

Ανθότυρο: απότυρο το έλεγαν οι Βυζαντινοί. Το κακής ποιότητος τυρί λεγόταν ασβεστότυρο.

Βορβοί: βολβοί ή και ύδνα, αναφέρονται. Τρωγόντουσαν «βραζόμενοι μετά ελαίου και όξους».

Γαβάθα: η κοίλη λεκάνη, λεγόταν από τους Βυζαντινούς γαβάθα ή γαβάθια, ή γαβαδίτζα, ή απαλαρέα, ή μουχρούτια (από το τουρκικό mahrut, η πήλινη λεκάνη), ή πατέλλαι, ή πατέλλια (ανοιχτή λεκάνη). Κατασκευαζόντουσαν είτε από ξύλο, είτε από πηλό (γαβάθια, μουχρούτια, απαλαρέαι), είτε από μέταλλο (απαραρέαι, πατέλλια).

Γάστρα: οι Βυζαντινοί την έλεγαν ιπνό ή κλίβανο. ο Εμμανουήλ Μοσχόπουλος λέγει:  «σκεύος τι σιδηρούν, εφ’ ώ τους άρτους όπτουσι πύρ υποκαύσαντες και πυρακτώσαντες αυτόν». Είναι δήλα δή ή σημερινή μπογάνα ή γάστρα ή πλακίν ή τσερέπα».

Γιόμα, οι Βυζαντινοί, έλεγαν το μεσημβρινό φαγητό. (Η κόρη δε το δειλινόν, ώραν από το γιόμαν (Έν τή Άχιλληΐδι στίχ. 960 (χ. Ν έκδ. Hesseling).), και (οι συντροφιές, τα γιόματα κι οι δεΐπνοι καθ’ ημέραν… εις γιόμα μου κι εις δείπνόν μου αντάμα τρώμε πάντα (Στεφ. Σαχλίκη, Άφήγησις παράξενος στίχ 71.574 έκδ. Σ. Παπαδημητριού.).). Γιόμα λέγεται το μεσημβρινό φαγητό στη Σίφνο, Κύθνο (Δρυοπίδι), Γορτυνία (Λεοντάριο), Κύπρο, Ήπειρο κ.α.

Δαμάσκηνα: δαμασκηνοί ή δαμασκενοί (καρποί), «εκλεκτής ποικιλίας προύμνης καλλιεργουμένης εν Δαμασκώ».

Δέσιμο: μαγικός κατάδεσμος, δια του οποίου επιχειρούσαν να στερήσουν τους νεονύμφους της προς συνουσίαν ικανότητος. Λεγόταν απόδεσμος. «Την επικράτησιν της περί αποδέσμου των νεονύμφων προλήψεως κατά τους Βυζαντινούς χρόνους αποδεικνύουσι και πολλά χειρόγραφα, εν οις εύρηνται συνταγαί περί δεσίματος και λυσίματος αναδρογύνων…».

Ελιές: Οι Βυζαντινοί μεταχειριζόντουσαν τις μαύρες, τις άσπρες ή και κολυμβάδες (κολυμπιστές), τις πράσινες, θλαστές (τσακιστές), δρουπάτες, θρούμπες ή ρουπάδες.

Ζαγάρια: σκυλιά. Αυτά ήσαν δύο κατηγοριών: Τα δρομικά και οι ιχνεύτορες ή λαϊκώτερα: χονδρόσκυλλα και ζαγάρια ή σκυλλιά λαγωνικά.

Ζύγι (το): το εργαλείο του χτίστη με το οποίο ελέγχεται το κατακόρυφο του τοίχου, οι Βυζαντινοί το έλεγαν βαρύδιον.

Κάλεσμα: ελέγετο το προσκλητήριο του γάμου. Έτσι λέγεται και σήμερα σε χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων.

Κολοκύθια: κολοκύνθια ελέγοντο και προοριζόντουσαν για το υπηρετικό προσωπικό.

Κοπάδι: στα Ρωμαϊκά χρόνια σήμαινε το τεμάχιο, το κομμάτι κρέατος. Κοπάδια: ήταν κατά κάποιο τρόπο «μονάδα» συσκευασμένων τεμαχίων πάνω στην οποία υπολογιζόταν η τιμή, όπως πχ. (κοπάδια (τιμ(ής) κρέως κοπαδίων (τεσσάρων) (δρχ)…). Προϊόντος του χρόνου η λέξη εκ του «τεμαχίου» κρέατος, «αποκοπτομένου» εκ του όλου σώματος, κατέληξε να σημαίνει «τμήμα, κομμάτι» ποιμνίου, «αποκοπτόμενο» εκ της όλης αγέλης, και τελικά σημαίνει «ποίμνιο, αγέλη ζώων» μικρή ή μεγάλη.

Κουτάλι: Από τους Βυζαντινούς ελέγοντο κοχλιάρια (επειδή αρχικά κατασκευάζοντο από κελύφη κοχλιών ή μυδιών), ή κουτάλαι (ή η παλαιότερη αυτών ονομασία κώταλις), ή κουτάλια ή μύστραι ή μυστρία, και ήσαν ξύλινα όπως και λίγες δεκαετίες πριν στα χωριά, αλλά ήσαν και μεταλλικά. Στην Πελοπόννησο υπάρχει η έκφραση «τρώνε με χρυσά κουτάλια» δηλ. είναι πλούσιοι. Το κοχλιάριο στην Τσακωνική λέγεται μύσκυα, εις δε την Κάτω Ιταλία (Μπόβα) λέγεται μύστρα.

Κρεμύδια: κρομύδια ή κρομύδιν, τα αρχαία κρόμμυα ή κρόμυα.

Κρόκος: ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ευστόμαχος και συνεργών εις την πέψιν

Κύμινο: αναφέρεται ότι ήταν πολύ ακριβό σε σχέση με άλλα τρόφιμα.

Λαγωκυνήγιον: το κυνήγι του λαγού. Γινόταν κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, ώς εξής: «Οι βοηθοί των κυνηγών, βραδέως βαδίζοντες, ή πλήττοντες τον μηρόν των διά μάστιγος, προσεπάθουν δι’ αλαλαγμών να εκφοβίσωσι τό ζώον και να το κάμωσι να εκπηδήση εκ των θάμνων και βοτανών, όπου εκρύπτετο. Τούτου γενομένου, οι επιβαίνοντες ίππων κατεδίωκον το ζώον εξαπολύοντες άμα κατ’ αυτού τους λακωνικούς κύνας ή φάλκωνας ή ιέρακας ή αετούς ή πετραίους ερωδιούς. Το ζώον καταδιωκόμενον εκ της γης μεν υπό των κυνών, εκ του αέρος δε υπό των εν τω μεταξύ υψωθέντων και μετά ροίζου καταφερομένων ορνέων εταράσσετο και ελάμβανε ή την προς τα ανωφερή άγουσαν ή έτρεχε δια του ομαλού μέρους προσπαθούν να εξαπατήση τούς διώκοντας δι’ επιτηδείων εγκαρσίων αλμάτων. Αι απεγνωσμέναι όμως προσπάθειαί του ήσαν μάταιαι, διότι ή συνελαμβάνετο κλαυθμηρίζον υπό των διωκόντων κυνών, οίτινες και το παρέδιδον εις τον σκυλλαγωγόν ή υπό των ορνέων, τα οποία ως αμοιβήν του κόπου των ελάμβανον μέρος των έντοσθίων αυτού…». «Άλλος τρόπος συλλήψεως λαγού ήτο να κτυπηθή ούτος δια μαχαίρας, ενώ έτρεχεν, ή και να συλληφθή δια της χειρός του κυνηγού τρέχων, πράγμα, όπερ απήτει μεγάλην επιδεξιότητα, ήν λέγουσιν ότι είχεν ο βασιλεύς Ισαάκιος Κομνηνός, όστις, κατά τον Μιχαήλ Ψελλόν «τον λαγώ πολλάκις εκ χειρός ήρει θέοντα». Τέλος ο λαγός συνελαμβάνετο και υπό των κατ’ αυτού εξαπολυομένων παρδάλεων[1], αίτινες τον εκτύπουν δια των προσθίων ποδών και λαμβάνουσαι έπειτα εκ του νωτιαίου σπονδύλου τον εσήκωνον υψηλά. Τότε επενέβαινεν ό παρδαλαγωγός, όστις εκ των όπισθεν ερχόμενος επίεζε τους μυκτήρας του θηρίου, τo οποίον ούτως ηναγκάζετο ν’ άνοιξη το στόμα και ν’ αφήση το θήραμα. ‘Ως αμοιβή προσεφέρετο εις την πάρδαλιν αμέσως εντός ξυλίνου σκουτελίου το αίμα του σφαγέντος λαγού καί τινα των εντοσθίων αυτού, απομακρυνόμενου καταλλήλως έπειτα δια λακτίσματος του σκουτελίου.».

Λουκάνικο: Η λέξη από το Λατινικό πρωτότυπο: lucanicum>λουκάνικον. Παρασκευαζόταν στην αρχή στην Ιταλία από χοίρειο κρέας, αλίπαστο και καπνιστό. Είδος αυτού την Ρωμαϊκή εποχή ήταν τα τουρτία, (υποκοριτικό του τούρτα, από το λατ. torta.), τα οποία ήσαν και αυτά παρασκευάσματα από ταριχευμένο κρέας, το οποίο πουλούσαν στα αλλαντοπωλεία.

Μαμή: η μαία, την οποία οι βυζαντινοί έλεγαν μαμή όπως και σήμερα. «Αι μαίαι κατά τους Βυζαντινούς χρόνους δεν διεκρίνοντο επί ειδική μορφώσει, αφού και προϊστάμεναι καπηλείων αναφέρονται ασκούσαι το [2]. Δια τούτο και ο Σωρανός απήτει, ίνα η μαία είναι εγγράμματος, ου μόνον δε τούτο αλλά και κοσμία, αρτιμελής, εύτονος και λεπτούς και μακρούς έχουσα δακτύλους[3]. Ήσαν δε αι μαίαι, ως και το όνομα δηλοί, γεροντότεραι γυναίκες[4] εμπειρίαν τινά περί το μαμμεύειν[5] έχουσαι, πλήρεις δε προλήψεων[6], ως και το περιβάλλον, πράγμα, όπερ, κατά τον δύσκολον τοκετόν, ήτο επικίνδυνον, δι’ ό ο Σωρανός απήτει «την μαίαν αδεισιδαίμονα είναι χάριν τού μη δι’ όνειρον διά κλήδονας σύνηθές τι μυστήριον ή βιοτικήν θρησκείαν υπεριδείν το συμφέρον». Εννοείται ότι υπήρχον καί τινες του κανόνος εξαιρέσεις, μαίαι δήλα δή έχουσαι καί ιατρικάς τινας γνώσεις, ιάτραιναι ιατρόμαιαι[7]  υπέχουσαι μάλιστα και ποινικήν ευθύνην, εάν έδιδον φάρμακα, ένεκα των οποίων απέθνησκον αι λαβούσαι αυτά…».

Μεσάλι: Το τραπεζομάνδηλο, το επικάλυμμα του σοφρά ή του τραπεζιού για το  φαγητό, λεγόταν από τους Βυζαντινούς με(ν)σάλι(ο)ν ή μι(ν)σάλι(ο)ν και ήτο «εξ υφάσματος διαφόρου ποιότητος κατασκευαζόμενον, αναλόγως της κοινωνικής θέσεως του οικοδεσπότου – ο Χρυσόστομος αναφέρει και χρυσόπαστα επιβλήματα των τραπεζών – εκάλυπτε φυσικά όλην την επιφάνειαν της τραπέζης…». Σήμερα το τραπεζομάνδηλο αυτό λέγεται μεσάλα στην Κύζικο της Προποντίδος, μισάλα ή και μισάλι στο Αδραμύτιο, ταβλομεσάλα στη Μεσσηνία, ταβλομέσαλο παλαιότερα στην Κέρκυρα και ταβλομάντηλο στη Θήρα, Μήλο και Κάρπαθο.

Μουχρούτια: ποτήρια πήλινα συνήθως με αλοιφή εσωτερικά, ή και ξύλινα. Μουχούρτ λεγόταν στον Πόντο το πήλινο ποτήρι.

Μπότι: Από τους Βυζαντινούς λεγόταν το αγγείο νερού ή κρασιού, το οποίο ήταν πήλινο ή από άλλο υλικό κατασκευαζόμενο και λεγόταν ο εμπότης, ή το εμποτόπουλον και σήμερα αλλού λέγεται νεμπότης  ή νεμπότι  (στη Χίο), ή μπότι (στην Πελοπόννησο), πότης (στην Κύπρο), μπότης (στην Ήπειρο).

Μυζήθρα: ζυμήθρα ή τυρομύζηθρα αναφέρεται στους Βυζαντινούς χρόνους.

Νίβομαι ή και χειρονίβομαι: πλένομαι, πλένομαι με τα χέρια μου. Οι Βυζαντινοί όταν επρόκειτο να φάνε και μάλιστα με τα χέρια τους, ακολουθούσαν την συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων, να πλένουν τα χέρια τους. Αυτό έκαναν και μετά τη λήξη του φαγητού. Ο Στέφανος Σαχλίκης (Αφήγησις παράξενος στίχ. 801 εκδ. Παπαδημητρίου) είπεν: «ηγέρθησαν εκ το φαγίν τα χέρια των ενίψαν…». Σε Ελληνοιταλικά γλωσσάρια υπάρχουν οι εκφράσεις: «το ύδωρ εις χείρας» ή «προς χείρας» ή το «κατά χειρός ύδωρ» (Μιχαήλ Ψελλοΰ, Χρονοχρ. 153.16 (έκδ. Σάθα.)). Στον Πόντο χερονίφτομαι, στην Καππαδοκία χειρονίβομαι. «Όσοι νίβονται με το Δεσπότη δεν τρώνε» (Ε. Σταματιάδου, Σαμιακά 5.147.). «Θέλω καλό φαεί – νίψ ’ πρώτα», ήτοι μην περιμένης (η φρ. συνήθης έν Αιτωλία.).

Νινί: το μωρό, νιννίον ή νιννίτσιν το έλεγαν οι Βυζαντινοί.

Οσπίτιον: ή σπίτιν από τους Βυζαντινούς λεγόταν το σπίτι. Παράγεται από τη Λατινική λέξη hospitium και σημαίνει τόπο στον οποίο παρείχετο φιλοξενία. Σπίτιν λέγουν την οικία στην Κύπρο, ενώ οσπίτι(ν) αναφέρεται και από τους ποντίους.

Παρθενία: (Παρθένα νύφη), υπάρχουν προικοσύμφωνα του 136 μ. Χ. ή του 190 μ. Χ. στα οποία αναφέρεται ότι η νύφη ήταν παρθένα.

Πάτερα: ή πατερά ή διατόνια εκαλούντο από τους Βυζαντινούς τα πλάγια δοκάρια τα οποία εκάρφωναν στα ψαλίδια για να τα συγκρατήσουν και πάνω σ’ αυτά εκάρφωναν τα «πέταυρα» δηλαδή σανίδες που αποτελούσαν τη «σανιδωτή στέγη» ή «πεταυρόστεγο οικοδόμημα».

Πεπόνι: το Βυζαντινόν πεπόνιν και το πρωτότυπο πέπων.

Πέρδικες: τις έλεγαν κακκάβες, διότι μερικές κακαβίζουν, και τις κυνηγούσαν οι Βυζαντινοί για το κρέας τους αλλά και διότις τις μεταχειριζόντουσαν ως ωδικά ή κατοικίδια πτηνά.

Πηγάδι: φρέαρ ή φρέας ή πηγάδιν ελέγετο από τους Βυζαντινούς.

Πιρούνια: Περόνια τα έλεγαν οι Βυζαντινοί, χωρίς να γνωρίζουμε ποιο σχήμα είχαν. Ίσως έμοιαζαν με σουβλί, δι΄ αυτό και υπήρχε η λέξη «πεντάσουβλον». Μετά ίσως ήσαν «δίχηλα» αντιγραφέντα από διχαλωτά ξύλα (αφού και στα νεώτερα χρόνια οι τσοπάνηδες μεταχειριζόντουσαν δίχηλα ξυλάκια από σπάρτο και είναι γνωστή η έκφραση «κόψε μου ένα πιρούνι»), ή «τρίχηλα» (τέτοιο τρίχηλο περόνιο έχει ζωγραφιστεί από Ζακύνθιο σε εικόνα του ΙΣΤ΄ή ΙΖ΄ αιώνος, που βρίσκεται στο Βυζαντινό μουσείο Αθηνών), ή «πεντάχηλα» σαν απομίμηση των δακτύλων του χεριού. Περόνιο αναφέρεται σε Κερκυραϊκό προικοσύμφωνο του 1521.

Πουλολόγος: ο κυνηγός, ο ασχολούμενος με το «κυνήγιν», ο και πουλάρις εν Κύπρω. Παροιμία στην Κάρπαθο αναφέρει: «πουλλολόος και ψαράς ερημιά σπιτιού…».

Πράσα: πράσα, αλλά και κεφαλώτια (πράσα κεφαλωτά – με κεφάλι δηλαδή) ελέγοντο και αναφέρονται τον 1ο μ. Χ. αιώνα.

Προίκα: «Η λέξη προίξ είναι πολυμνημόνευτος παρά τοις Βυζαντινοίς… ομοίως δε και το προικίον… είναι ευχρηστότατον εν τοις γαμηλίοις συμβολαίοις…». Η προίκα ελέγετο και «τράχωμα» ή και «φερνή».

Προικοσύμφωνο: Ή προικοσυμβόλαιο ή άκτα νυμφαγωγίας είναι έγγραφα τα οποία συνέγραφε νοτάριος ενώπιον τριών τουλάχιστον μαρτύρων, στα οποία καταγραφόταν η προίκα που εδίδετο σε νύφη αλλά και σε γαμπρό (χρυσά νομίσματα, μετρητά, φορέματα, υφαντά, κοσμήματα, ακίνητα, έπιπλα, σκεύη κ.λ.).

Προξενητής: Στους Βυζαντινούς χρόνους αναφέρονται προξενούντες ή προξενηταί ή προξενήτριαι ή κουρκουσούραι, πρόσωπα δηλαδή καλής υπόληψης στην κοινωνία, που εξ επαγγέλματος ανελάμβαναν να βρουν και να συστήσουν γαμπρό ή νύφη (γάμος από συνοικέσιο).

Προσφάϊ: προσφάγιν ή προσφάν οι Βυζαντινοί συνήθως έλεγαν το τυρί, αλλλά και κατά τους επόμενους χρόνους κάθε τι που συνόδευε το ψωμί (όπως το τυρί, κ. ά.) λεγόταν προσφάγιον ή όψον κατά τους αρχαίους χρόνους.

Πυροστιά: ή πυροστία, ή παραστία, ή παριστία ή ιστία, οι Βυζαντινοί καλούσαν την καίουσα εστία, το σημερινό τζάκι. Άλλες ονομασίες είχε: κάμινος, ή καμίνι. Στην επαρχία Καλαβρύτων πυροστιά είναι το σιδερένιο τρίποδο το οποίο βάζουμε πάνω από τη φωτιά και πάνω στο οποίο τοποθετείται η κατσαρόλα ή ο τέντζερης για το βράσιμο του φαγητού.

Ρεβύθια: εκαλούντο ερεβίνθια.

Ροδάκινα: εκ του Ρωμαϊκού Δωράκια, δωράκινα, τα οποία εδήλωναν τα υπό των αρχαίων Ελλήνων Περσικά μήλα. Από τους Βυζαντινούς πήρε τη μορφή ρωδάκινα (και ροδάκινα).

Σκαλωσιές: υπό των Βυζαντινών ελέγοντο σκαλώσεις ή σκαλωσίαι ή σταυριά.

Σκαμνιά: ή θρονία, ή σκάμνοι, ή σελλία. Πάνω σ’ αυτά τα οποία στα σπίτια των πλουσίων ήσαν καλυμμένα με χαλιά, καθόντουσαν οι Βυζαντινοί.

Σκόρδο: αναφέρεται σκόρδου α (ενός), επεκράτησε δε η μορφή σκόρδο(ν) στην αρχαία, μεσαιωνική και νεωτέρα γλώσσα και η φράση «σκόρδου ενός» εδήλωνε φυτό.

Σκουτέλλα: Ή σκουτέλι, βαθύ ασπιδοειδές πινάκιο (βαθύ πιάτο ή κανάτι). Στους πτωχούς ήσαν πήλινα ή σπανίως γυάλινα, ενώ στους πλουσίους αργυρά ή και χρυσά ακόμη. Βαθύτερες των σκουτελλίων ήσαν οι κούπες, μέσα στις οποίες παρέθεταν τα κρέατα.

Σοφράς: Το σχήμα του Βυζαντινού τραπεζιού στο οποίο έτρωγαν το έλεγαν τραπέζιν  και  τάβλα, και ήταν σχήματος στρογγυλού ή και τετράπλευρου. Το στρογγυλό σχήμα βόλευε τους χωρικούς διότι πολλές φορές συνέτρωγαν από την ίδια λεκάνη που είχε τοποθετηθεί στη μέση αυτού, και απείχον αυτής εξ’ ίσου. Ο κυκλικός σοφράς, accubitale, εισήχθη στη Ρώμη στο τέλος της δημοκρατίας και αντικατέστησε τα πρώην τετράπλευρα τραπέζια. «Στήνω ή στρώνω την τάβλαν» (Διήγησις έξαίρετος Βελθάνδρου τοΰ Ρωμαίου στίχ. 783, 999, 1002.). Αυτά τα τραπέζια πριν στρωθούν τα καθάριζαν δια «σπόγγου εμβεβαπτισμένου εις απλούν ύδωρ, ή εις τας οικίας των πλουσίων, ραντισθέντος δια βαλσάμου…» (’Ιουλίου Πολυδεύκους, Ερμηνεύματα 42.51. Η αποσπόγγισις εγίνετο και μετά το φαγητόν, Χρυσοστόμου, ‘Ερμηνεία εις τόν ΜΑ’, ψαλμόν (Migne, P.G. 55.157.).

Σφαχτά: λεγόντουσαν τα αιγοπρόβατα, όπως και σήμερα.

Σχαριάτες ή και σ(υ)χαρικιάρηδες: Στη Μακεδονία όταν ξεκινάει η συνοδεία της νύφης από μακρυά για να πάει στο χωριό του γαμπρού, σπεύδουν «δρομείς» και προαναγγέλλουν το ξεκίνημα και τη μέλλουσα άφιξη της νύφης. Αυτοί λέγονται σχαριάτες ΄στα Μακεδονοχώρια και στην επαρχία Καλαβρύτων και σ(υ)χαρικιάρηδες στα Καλάβρυτα. Επίσης στην περιοχή των Καλαβρύτων αντιστρόφως, αναγγέλουν στο σπίτι της νύφης την μέλλουσα έλευση του γαμπρού. Οι Βυζαντινοί τους καλούσαν συγχαριάριους.

Ταβερνείον: ταβέρνα. Η λέξη συναντάται για πρώτη φορά στην προβυζαντινή εποχή. Κατά τη Βυζαντινή εποχή έχουμε τους τύπους: ταβερνείον και ταβέρνιον. Ο όρος ταβερνείον ίσως σχηματίστηκε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή για να δηλώσει τη μικρή ταβέρνα.

Τηγανίτες: λαλάγγια ή λαλαγγίτες ή εγκρίδες (τα σημερινά ξεροτήγανα), λεγόντουσαν. Ενώ οι σημερινοί λουκουμάδες ελέγοντο κολλύρια «δια το κολλυροειδές του σχήματος…».

Τούβλα: υπό των Βυζαντινών εκαλούντο βήσαλα και το κτίσμα εξ’ αυτών βησαλόκτιστον.

Τραχανάς: Λεγόταν χόνδρος, ή τραγανός ή τράγος, από τους Βυζαντινούς και τον έφτιαχναν κόβοντες το σιτάρι με το χειρομύλιο. Τραγανός λέγεται και στο Αυλωνάρι της Ευβοίας, τραχανός στην Ίμβρο.

Τσιανακοπλύτ’ς: στην Ίμβρο και Σαμοθράκη, ανάλογο του ποτηροπλύτης (=είδος χόρτου με το οποίο πλένονται τα ποτήρια).

Τσιμπούσι: γεύμα ή δείπνο Βυζαντινών, κατά την τέλεση γάμων ή εορτασμό ονομαστικής εορτής, ή γενεθλίων κ.λ. Άλλως εκαλούντο συμπόσια, όρος ο οποίος εξακολουθεί να αναφέρεται και σήμερα με τη λέξη τσουμπούσι (Τουρκοπερσικό djumbich). Το τσιμπούσι αναφέρεται και ως πότος (π.χ. στην Κω). Τα επίσημα γεύματα στα ανάκτορα ελέγοντο κλητόρια. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε τραπέζι. «Θα τους κάνω ένα τραπέζι» (θα τους παραθέσω γεύμα).

Τσουκνίδα: ακαλήφη ή κνίδη λεγόταν από τους Βυζαντινούς και αναφέρεται ότι τρωγόμενη επροστάτευε από όλες τις ασθένειες.

Τυρί: τυρον ή τυρίτσιν ή τυρίν το έλεγαν οι Βυζαντινοί.

Φάβα: ακαλείτο φαβάτον (εκ του λατιν. faba που είναι τα ξηρά κουκιά, και εκ του επίσης λατ. fabatum που είναι η εκ ζηρών κυάμων (κουκιών) παρασκευαζόμενη πολτώδης τροφή).

Φακή: εκαλείτο κατά τα έτη 317 έως 323, ολόφακος και σήμαινε την φακή ολόκληρη, όχι την συντετριμμένη ή ακόμα και την καθαρή (χωρίς πρόσμιξη άλλων σπόρων) φακή.

Φασκιά: το μωρό «περιετυλίσσετο διά των σπαργάνων, τα οποία εκαλούντο και με την Λατινικήν λέξιν φασκίαι (fasciae) ή φασκέαι[8] και τα όποια ήσαν πενιχραί υφασμάτων λωρίδες παρά τοις πενεστέροις, πορφυρά δ΄ υφάσματα προκειμένου περί βασιλοπαίδων. Ήτο δε συνηθεστάτη η σπαργάνωσις, διότι συνετέλει εις όρθωσιν των μελών του σώματος, το όποιον ερρύθμιζεν επί το ευμορφότερον, οι θεολογούντες μάλιστα διέβλεπον εις την σταυροειδώς γινομένην σπαργάνωσιν συμ­βολισμόν της νεκρώσεως του σώματος, εκ των αυτών δε μανθ-άνομεν ότι δεν ελύοντο τα σπάργανα επί επτά ημέρας, διότι το παιδίον «κατά πά­σαν την εβδοματικήν αυτού ζωήν οφείλει περιφέρειν εν εαυτώ την νέκρωσιν».

Φλησκούνι: βλησκούνιν το έλεγαν οι Βυζαντινοί.

Χαμόσπιτο: το σπίτι με ένα πάτωμα, οι Βυζαντινοί το έλεγαν σπίτιν χαμόγεων ή χαμαίγεων. Αν είχε δύο πατώματα (δίπατον ή ανωγοκάτωγον ή ανωγεωκάτωγον ή και άνω – κάτω) τότε το μεν κάτω το έλεγαν κατώγεων ή κατώγιν, το δε πάνω ανώγεων ή ανώγιν. Αν υπήρχαν τρίπατα, τότε το μεσαίο λεγόταν μεσόπατον.

Ψωμί: Ψωμίν κατά τους Βυζαντινούς. Η πρώτη και άριστη ποιότητα αυτού λεγόταν σιλίγνιον ή σιλιγνίτης με παρόμοιο το αφράτο ή αφρατίτσιν. Μετά ερχόταν το δευτέρας ποιότητος δηλαδή το ψωμίον και τέλος το της τρίτης ποιότητος κιβαρόν. Ψωμία: Ψωμιά, άρτοι. Δύο ειδών «ψωμία» αναφέρονται: Ψωμία «καθαρά», τα από κοσκινισμένο αλεύρι[9]  και ψωμία «κιβάρια», τα οποία ήσαν άρτος κατώτερης ποιότητας από πιτυρούχο και ανάμεικτο αλεύρι[10] που προωριζόταν για χρήση του υπηρετικού προσωπικού.

Πηγή:

•(Κουκουλές Φαίδων: «ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΑ», εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος ΙΖ΄, 1941) –  («Τα κατά την γέννησιν και βάπτισιν έθιμα των Βυζαντινών», εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος ΙΔ΄, 1938) – («Συμβολή εις το περί του γάμου παρά τοις Βυζαντινοίς κεφάλαιον», εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος Β΄, 1925). – («Περί την Βυζαντινήν οικίαν», εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος ΙΒ΄, 1936.) – (Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. Επετ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος Ι’, 1933.) – («Κυνηγετικά εκ της εποχής των Κομνηνών και των Παλαιολόγων», εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος Θ΄, 1932).

•(Ιω. Καλλέργης: «ΤΡΟΦΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΑ ΕΙΣ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΠΑΠΥΡΟΥΣ» εις Επετηρ. Βυζαντ. Σπουδών, έτος ΚΓ΄, 1953).


[1] λεοπαρδάλεις, τα αιλουροειδή.
[2] Ευναπίου, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών σ. 24 (Boissonade).
[3] Σωρανού, Περί γυναικείων σ. 172. 22.23 (Rose).
[4] Τινές ήθελον ίνα αι μαίαι είναι πάντοτε νέαι, ην γνώμην δε άσπάζεται ο Σωρανός (174. 15).
[5] Μαιεύειν: το βοηθείν ταις τικτούσαις τό μαμμεύειν, Λεξικ. Ζωναρά εν λ. μαιεύειν.
[6] Τί άν τις είποι τας ετέρας παρατηρήσεις τας σατανικός επί των ωδίνων και των τοκετών, ας αι μαίαι επί κακώ της εαυτών εισάγουσι κεφαλής;  Χρυσό­στομος, Migne, P.G. 61. 106.
[7] Σωρανού, Ένθ’ αν. 174. 1 εξ. Έν σελ. 300. 11 αναγινώσκομεν «και μαίας ο βίος εν ταις νόσοις είωθεν παρακαλείν, όταν αι γυναίκες ίδιόν τι πάσχουσι και ο μη κοινόν έστι προς τούς άνδρας». Νυν αι τοιαύται ιατρόμαιαι ενια­χού καλούνται γιάτρισσαι.
[8] Σπαργανώματα, αι πρώται φασκίαι και οι δεσμοί των αρτιτόκων παιδιών· λεξικόν Φωτίου έν λ. σπαργανώματα· οία ταινίαι τουτέστι καθάπερ υφάσματος τμήμα στενόν και μεμηκυσμένον, όπερ ημείς φασκίαν φαμέν, Ευσταθίου. Εξήγησις εις Διονύσιον τον περιηγητήν στίχ. 64. Τα αυτά λέγει και σχολιαστής του Πλούτου του Αριστοφάνους στίχ. 586. Έτερον παιδίον μετά φασκέας βυζάνον Νικήτα Χωνιάτου, Χρονική Διήγησις 778. 9. Το σπάργανον σήμερον κοι­νώς λέγεται φασκιά, σπαργανίδα εν Αιτωλία, λητάρα εν Μεγάροις και έγκούνιν έν Πόντφ. ΙΙερί της ποιότητος καί του πλάτους των σπαργα­νών βλ. όσα γράφει ο Σωρανός 254. 5. 17.
[9] «Τον «καθαρόν άρτον» των αρχαίων (βλ. Β1 u m n e r, Technologie u. Terminologie I2, 76), τον καθαρόν άρτον των συγγραφέων ή το καθαρόν ψωμίν της ομιλουμένης κατά την Βυζαντινήν εποχήν και το καθαρό ψωμί ή απλώς τό καθάρειο της σήμερον (βλ. Κούκοουλέ, ένθ’ άν., 12-13. Ευσταθ. τα Λαογρ. Α’, 168).»
[10] «Το επίθετον κιβάριος (lat. cibarius) εδήλου την δευτέραν, ευτελή ποιότητα τροφίμων (εις τούς λογαριασμούς του Θεοφάνους αναφέρεται και οίνος κιβάριος και έλαιον κιβάριον: 629,232 , 332 . 630,39, 104, 161, κλπ.). Προκειμένου περί άρτου ειδικώς, εσήμαινε τον κατωτέρας ποιότητος έξ ακοσκινίστου και αναμείκτου αλεύρου άρτον (βλ. Thesaurus ling, lat., έν λ. cibarius.  Β1 u m n e r, ένθ’ άν., 78), αντιστοιχούντα προς τον ρυπαρόν ή πιτυρίαν ή πιτυρίτην άρτον των αρχαίων (βλ. Β 1 u m n e r, αυτόθι, 76), τον κιβαρόν άρτον απλώς κιβαρίτην των συγγραφέων, ή το κιβαρόν ψωμίν ή το πιτεράτον ψωμίν της ομιλουμένης κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους (βλ. Κουκουλέ, Βυζ. βίος Ε’, 20 – 23. Εύσταθ. τα Λαογρ. Α’, 168 – 169) και το παρ’ ημίν σμιγό ψωμί (και σμιγάδι απλώς σμιγαδωτό, αμιγαδερό, αμιγαδένιο κατά τόπους ονομαζόμενον), το και μαύρο ψωμί κοινώς λεγόμενον εις τας πόλεις. Εις την νέαν Ελληνικήν η λέξις διασώζεται ενιαχού ως ουσιαστικόν (κίβαρο καί κιβαρίδι εν Σουδενοίς και Σκουπίω Καλαβρύτων, ταίβαρο δ’ αλλαχού) με την σημασίαν «πίτυρον» (βλ. Κουκουλέ, Βυζ. βίος Ε’, 21, υποσ. 1). Έν Κρήτη υπάρχει και χωρίον Τσιβαράς, όπερ ωνομάσθη ασφαλώς εκ Τσιβαρά τινος, ούτω κληθέντος διότι επώλει πίτυρα ή διότι έτρωγε πιτυρούχον άρτον.»
Advertisement
This entry was posted in Ιστορία and tagged . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s