(Δύο έγγραφα παρατίθενται στη συνέχεια με ορθογραφικές παρεμβάσεις από εμένα, για να είναι κατανοητά. Το πρώτο έγγραφο παρουσιάζεται στη διπλανή εικόνα).
1. «Εξοχότατε σεβαστέ Κυβερνήτη μας την δεξιάν σου σέβομεν/ Εξοχότατε/ Σε παρακαλώ να κάμεις ένα έλεος σε ελόγου μου όπου αδικέβομεν [αδικούμαι] αδίκως/ και με άλλες αναφορές εξοχότατε σας έχω αναφέρει τον παράπονόν μου [ο] οποίος/ έχω οχτώ χρόνους δουλέψει εις τούτην την πατρίδα εις κάθε κίντυνο δεν έλειψα ποτέ μου/ τους ολίγους συντρόφους όπου έστενα [έστεινα = είχα, διοικούσα] κοντά μου τους εξοικονομούσα με δάνεια αφτούνους [αυτούς]/ και του λόγου μου εκείνους τους καιρούς όπου μιστόν [μισθό] δεν επαίρναμεν έβαλα βάσεις εις την δούλε/ψίν μου και έφθειρα το ολίγον ορφανικό μου παίρνοντας δάνεια με ομολογίας από τους πα/τριώτας μου και δούλεψα πά[ν]τα με όλην την προθυμίαν μου όχι ακολουθούντας κανένα νέ/ος στρατιώτης αλλά ένας μικρός σύντροφος των αλονόνε [άλλων] και εγώ, όπου κανένας δεν αδικεύετεν και σαν και εγώ, σε παρακαλώ εξοχότατε και σου περικλείω τα έγγραφά μου και μη/ το καταδέχεσεν [καταδέχεσαι] να χάσω το δίκαιόν μου και τη[ν] ορφανή φτωχή φαμελιάν μου κάμενε [κάμε]/ [έ]να έλεος εξοχότατε και δια λόγου μου πρόσταξεν [πρόσταξε] να λάβω το μιστόν [μισθό] μου όπου έχω δυό τρι/μηνίας που με λείπουν και δεν έλαβα εξαιτίας όπου αδικεύτηκα και μου εδόθηκεν ένας μικρός/ βαθμός της εικοσιπενταρχίας ήρθα εις την Σαλαμίνα όπου η εξοχότι[ς] σας ήρθετεν [ήρθατε] κάμειν [να κάμετε] το δι/οργανισμόν να αναφέρω το δίκαιόν μου δεν έλαβα τον τρόπον να αναφερθώ εις την/ εξοχότι[ητά] σας αναφέρθηκα εις τον πρόεδρο της επιτροπής και μου υποσχέθηκε να έρθω με/ τους άλλους αξιωματικούς εις το Άργος και εκεί θέλω αναφέρει εις την σεβαστήν Κυβέρνησιν και θέλεις λά/βει και συ το δίκαιόν σου ανάφερεν δεν ανάφερεν δεν ηξέρω αλλά παιδεύομεν [παιδεύομαι] αντίς να λάβω/ το δίκαιόν μου αδικεύομεν [αδικούμαι] τελείως και δεν ευρίσκομεν [ευρίσκομαι] εις τον κατάλογον σημειωμένος/ ούτε ως εικοσιπένταρχος. Παρακαλώ της εξοχότι[ητά] σας να προστάξετεν να λάβω το δί/καιόν μου και μην με αφήνεις εξοχότατε να χαθώ./ Μένω πάντα εις την μεγάλην ευσπλαχνίαν και κάμεν ότι ορίζεις/ 1830/ 9 Ιουνίου/ Αναύπλιο/ Σπυροκώστας Γιονούσης/ Χειμαργιώτης».
2. «Προς τον εξοχότατον σεβαστόν Κυβερνήτη μας την δεξιάν σας σέβομεν/ εξοχότατε/ Περικαλώ να κάμεις ένα έλεος σε ελόγου μου όπου αδίκως αδικέβομεν [αδικούμαι] και χάνω το δίκαιόν μου/ εξοχότατε και με άλλες αναφορές έχω αναφέρει το άδικον όπου μου έγινε εις το Μα/κρονόρος ήμουν εκατόνταρχος έρχουτας [ερχόμενος] εις τον Έπαχτον με επιθεώρησαν σαν δι[α] πενή/ταρχο και [έ]λαβα σιτηρέσιον δια πενήταρχος μετά έπειτα με αφαίρεσαν εικοσιπένταρχον/ βλέποντας την αδικίαν όπου μου έγινε μου ήρθεν παράπονος και πήγα και εζήτησα και πήρα/ αποδειχτικόν και ήρθα εις την Σαλαμίνα όπου η εξοχότις σας έκανε τον διοργανισμόν/ να αναφέρω το δίκαιόν μου δεν έλαβα τον τρόπον να αναφερθώ εις την εξοχότις αναφέ/ρθηκα εις τον πρόεδρο της επιτροπής τα δίκαιάν μου και μου υποσχέθηκε έρχοντας [ερχόμενος] εις το Άργος/ ν’ αναφέρει εις την εξοχότι σας να λάβω το δίκαιόν μου, τώρα βλέπω ένα μεγάλο άδικον/ που γένετεν [γίνεται] εις ελόγου μου αντίς να λάβω το δίκαιόν μου αδικούμεν [αδικούμαι] τελείως και δεν/ ευρίσκομεν [ευρίσκομαι] μήτε εις τον κατάλογον σημειωμένος ούτεν ως εικοσιπένταρχος και μου/ εμποδίζοτεν [εμποδίζονται] δυό τριμηνίες μιστόν [μισθόν] σιτερέσια όπου δεν τα έχω λάβει. Παρακαλώ/ την μεγάλην ευσπλαχνίαν σας να προστάξεις να λάβω το δίκαιόν μου μην με αφήνεις/ να στερέβομεν [στερούμαι] τον επιούσιον άρτον. Μένω πάντα εις την μεγάλη σας ευσπλαχίαν σας/ και κάμεν ότι αρέσεις./ Σπυροκώστας Γιονούσης/ Χειμαργιώτης [και στην πίσω σελίδα:] 1830 Ιουνίου 10/ Σπυροκώστας Γιονούσης/ Χειμαργιώτης» και σε σημείωση δι’ άλλης γραφής: Σπύρος Κώστας Γιαννούσης».
Πηγή: Γ.Α.Κ.