Από τα έγγραφα που ακολουθούν και τα οποία συνιστώ να διαβάσετε, προκύπτουν πολλές πληροφορίες, για την άγρια κατάσταση η οποία επικρατούσε το 1830 στην Πελοπόννησο, για τις ληστρικές ομάδες οι οποίες δρούσαν στην Αχαΐα, για την διαφαινόμενη διαπλοκή της Αστυνομίας και των πρωτοκλασάτων πολιτικών και δημογερόντων της περιοχής αυτής, για τον επιχειρούμενο εκβιασμό της ηγεσίας της χώρας από τους ληστές κ. λ.
Έγγραφο ληστευθέντων προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδος έχει ως εξής:
«Οι υποφαινόμενοι σπεύδωμεν ν’ αναγγείλωμεν προς τον Σ. ημών Κυβερνήτην, εν απευκταίον συμβεβηκός[;] συμβάν προς ημάς, το οποίον βεβαίως θέλει κινήσει την ευσπλαχνίαν σας και οίκτον, και μεγάλην συμπάθειαν. Κατά την 28 του ισταμένου ημέρα Δευτέρα, έχοντες εις Π. Πάτρας και υποθέσεις μας, και θέλοντες να αγοράσωμεν καθ’ όσον ηδυνάμεθα έκαστος, και πραγματείας, δια να τας μεταφέρωμεν εις τα εργαστήριά μας, και έχοντες και τα καλύτερά μας ενδύματα, (επειδή ως προείπομεν είχομεν τινές εξ ημών, και υποθέσεις, ων ένεκα έμελλεν και διατρίψωμεν εις τας Π. Πάτρας) μόλις εφθάσαμεν εις τον λεγόμενον Ψαθόπυργον, και εκεί επέστη εφ’ ημάς εν μέρος ληστών, συνισταμένων περίπου των δεκαοχτώ, οι οποίοι περικυκλώσαντές μας, δέσαντές μας, και δέροντας, μας έφερον εις εν δάσος, και τύπτοντες μας ηνάγκαζον να μαρτυρήσωμεν τα άπερ έχωμεν μεθ’ εαυτών χρήματα, και [να] τα δώσωμεν αυτοίς, ως μη υποφέροντες τας βασάνους αυτών, πληγάς τε και απειλάς, επαπειλούντες μας να μας αφαιρέσωσι ρίναν, ώτα και χείρας, τοις παρεδώκαμεν τα όσα χρήματα είχομεν. Δεν εκορέσθησαν με αυτά οι θεόργιστοι, αλλά παίρνοντάς μας και τα ρούχα μας και ενδύματά μας ιδιαίτερα, μας επήραν και τα οποία είμεθα ενδεδυμένοι, αφήσαντές μας γυμνούς, και δεδεμένους, από την μεσημβρίαν, έως και δύο ώρας της νυκτός, μετά ταύτα δε εφόρτωσαν εις τα ζώα μας τα όσα ρούχα μας επήραν και τα όσα είχον πάρει και από άλλους διαβαίνοντας εκείθεν την αυτήν ημέραν, καθ’ ήν μας εφύλαττον δεδεμένους, και εμβαρκαρίσθησαν εις το οποίον είχον πλοίον. Εκ των ληστών τούτων ο μεν εις ήτον κάποιος Παναγιώτης Μπαραμπότης καλούμενος, και καταγόμενος από τα χωριά των Παλαιών Πατρών, γνωστός παρ’ ημών και ο οποίος, προλαβόντως, συνελήφθη ως ληστής, παρά του πολιτάρχου Βοστίτζης εις τας Π. Πάτρας και εφυλακώθη, και κατά ζήτησιν του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου της Αχαΐας, εζήτη αυτόν ο ειρημένος Πολιτάρχης να φέρει προς τούτο, αλλ’ ο κύριος Αξιώτης προσωρ. Διοικητής Πατρών και Μπενιζέλος Ρούφος Δημογέρων της αυτής επαρχίας απεκρίθησαν προς τον Πολιτάρχην τον ρηθέντα ότι, τούρκικα πράγματα δεν κάμνομεν, και μετά ταύτα, πώς απελύθη της φυλακής αυτοί ηξεύρουν, απολυθείς όμως, έπραξε και εις ημάς τα όσα εκτραγωδούμεν, ο ίδιος αυτός ληστής μας είπε προς τοις ρηθείσιν και τούτο, Ευχαριστώ τον Μπενιζελάκην Ρούφον, όστις με υπερασπίσθη και ελευθερώθην της φυλακής. Ο δε έτερος συληστής (αρχιλησταί γαρ ήσαν και οι δύο ούτοι) Θώμας λεγόμενος καταγόμενος από το Δίστομον της Στερεάς Ελλάδος, μας είπεν «Να ειπήτε του Κυβερνήτου σας να μας γράψει: ο Μπαραμπούτης, και Θώμα όσας κακουργίας επράξατε άχρι τούδε, τας συγχωρώ, και ησυχάσατε εις όποιον τόπον θέλετε, τούτου δε μη γενομένου, θέλει φέρομεν άνω και κάτω την Πελοπόννησον, και όσας γυμνώσεις εις όλα τα μέρη, ημείς τας επράξαμεν, ώστε και αυτήν την ιδίαν Πόσταν ημείς την επιάσαμε εις Ακράταν, και πρώτα είμεθα κρυφοί λησταί, τώρα δε φανεροί». Εκ των δεκαοχτώ γυμνωθέντων απ’ αυτούς και συντρόφους των διαβαινόντων την ημέραν εκείνην εκείθεν, τα όσα γράμματα και ομολογίας είχον κ.λ. τα εξέσχισαν, εκτός των όσων γραμμάτων είχεν ένας πεζός, πορευόμενος την ώραν εκείνην εκ Πατρών εις Βοστίτζαν, φέρων γράμματα από τον ρηθέντα Ρούφον, και Γεώργιον Κροίτζον, προς τον κ. Παναγιωτάκην Ζαΐμην και Δεληγιαννόπουλον, τα οποία ανοίξαντες και αναγνούντες τα έδωκαν του αυτού πεζού, και χωρίς να τον βλάψωσι και εις άλλο τι, τα οποία αυτά γράμματα και ο πεζός, παρουσιάσθη προς την ενταύθα αστυνομίαν και εξέτασεν αυτούς ακριβώς. Αυτά ταύτα παθόντες ημείς οι πτωχοί, και τα αυτά ακούσαντες παρά των ληστών τούτων, δια τα οποία αναφερθέντες και προς τον Προσωρ. Διοικητήν Καλαβρύτων και Βοστίτζης, τα αναφέρωμεν δεινοπαθώς, και προς τον Σ. ημών Κυβερνήτην. Και μένωμεν με βαθύτατον σέβας./ Την 3 Μαΐου 1830. Εν Βοστίτζη/ Οι πολίται./ Αλέξανδρος Ασημακόπουλος/ Αθανάσιος Σπυρόπουλος/ Γιαννάκης Αλεξανδρόπουλος/ Κωνσταντής Χαλμουνόλης/ Μήτρος Τοποληανιτόπουλος.
Αρ. 431 επικυρούται η γνησιότης των υπογραφών του παρόντος τη αυτή ημερομηνία/ Ο Αστυνόμος Βιστίτζας/ Π. Τριαναταφύλλης.
Διευθύνεται εις τον Προσωρ. Διοικητήν Π. Πατρών δια να πληροφορήσει την Κυβέρνησιν, απολογούμενος περί των κατ’ αυτού λεγομένων./ Εν Ναυπλίω τη 9 Μαΐου 1830/ Ο Γραμμ. της Επικρατείας/ Ν. Σπηλιάδης/ Ίσον των πρωτοτύπω/ Εν Π. Πάτραις τη 21 Μαΐου 1830/ Ο προσωρ. Διοικητής Α. Αξιώτης»
Στις 24 Μαΐου 1830 ο προσωρινός Διοικητής απολογούμενος, έστειλε από την Πάτρα προς την Γραμματεία της Επικρατείας, το εξής έγγραφο:
«… Ελήφθη η αναφορά των κυρίων Ασημακοπούλου κλ. από τας 3 Μαΐου μηνολογουμένη, και παρά της Γραμματείας ταύτης υπ’ αριθ. 2166 διευθυνθείσα προς το Διοικητήριον τούτο δια να απολογηθώ ο υποσημειούμενος εις τα εν αυτή κατ’ εμού περιεχόμενα. Αποκρίνομαι λοιπόν τα ακόλουθα. Τον Μαραμπούτην πρό τινων μηνών συνέλαβεν η ενταύθα Αστυνομία ως ύποπτον κλοπής. Αλλ’ επειδή αφ’ όσας ερεύνας έκαμε το ειρηνοδικείον, προς [ο] ανεφέρθη η Αστυνομία κατά την τάξιν, δεν εύρε λαβήν βάσιμον ίνα θεμελιώση την κατ’ αυτού αγωγήν αυτής, απελύθη μετά παρέλευσιν περίπου δύο μηνών. Μετά δε ταύτα ικανού χρόνου παρελθόντος, ο εν Βοστίτζη υπαρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως ελθών ενταύθα, εζήτει να συλλάβη τον Μαραμπούτην και μεταφέρη αυτόν εις Βοστίτζαν, χωρίς όμως να έχη ουδεμίαν περί τούτου έγγραφόν του πρόσκλησιν προς την ενταύθα αρχήν. Η Αστυνομία λοιπόν ανεφέρθη προς το Διοικητήριον τούτο δια να οδηγηθή περί του πρακτέου διό και απετάχθη να ζητήση παρά του ρηθέντος Διοικητού έγγραφον την αίτησίν του προς την ενταύθα αρχήν, και τότε να του σταλή ο Μαραμπούτης. Αλλ’ εν τοσούτω ίνα μη αναχωρήση ούτος εντεύθεν μέχρι της απαντήσεως του Διοικητού, του εζητήθη εγγύησις, και μη έχων να φέρη αξιόχρεον εβλήθη[!] υπό φύλαξιν. Παρήλθον όμως ημέραι περίπου δεκαπέντε, και ουδεμίαν απόκρισιν έστειλεν ο Διοικητής των Καλαβρύτων κ.λ. ο δε Μαυρομμάτης εδραπέτευσεν εκ της φυλακής της ενταύθα τακτικής φρουράς, εις ήν είχε παραδοθεί προς πλειοτέραν ασφάλειαν. Αύτη εστίν εν συντόμω η αλήθεια, ήτις δια να γνωρισθή καλύτερον, νομίζω ότι είναι αναγκαίον να εξετασθή τακτκώτερον παρά του εν Βοστίτζη Δικαστηρίου, όπου ευρίσκονται οι αναφερόμενοι, κατ’ επιταγήν της Α. Ε. Επειδή η Κυβέρνησις ήτις δικαίως οφείλει να εμποδίζη τας ενδεχομένας των υπουργών της καταχρήσεις, ελπίζω ότι δεν θέλει αδιαφορεί και εις τα κατ’ αυτών αδίκως και ασυστόλως κατηγορούμενα. Εσωκλείω ίσον της αναφοράς [είναι το προηγηθέν παραπάνω έγγραφο των ληστευθέντων] μήπως αναγκαιοί δια την περαιτέρω εξέτασιν./ Εκ Π. Πατρών τη 24 Μαΐου 1830/…».
Πηγή: Γ.Α.Κ.