Ο υπέργηρος αλλά οξύνους και ευγενής, αγαπητός κος Μεγακλής Γεωργακόπουλος από το Δεχούνι Καλαβρύτων μου εμπιστεύτηκε το χειρόγραφο και ανέκδοτο έργο του με τίτλο: «Κειμήλιο – Με καταγραφές μνήμης από τη διαδρομή της ζωής μου», από τις σελίδες του οποίου επέλεξα μεταξύ άλλων πολύ σηματικών αναφορών του για το χωριό του το Δεχούνι, για την επαρχία Καλαβρύτων αλλά και εμπειριών του από τη συμμετοχή του στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Κορέα, το παρακάτω κείμενο, το οποίο και παραθέτω με την άδειά του, αφού το αντέγραψα για ευχερέστερη ανάγνωση.
Θα ακολουθήσει εκτενέστερη αναφορά στο θέμα αυτό αφού πρώτα συλλέξω όσα στοιχεία είναι δυνατόν να βρεθούν, κυρίως για Καλαβρυτινούς που μετείχαν στο Σώμα αυτό, και επίσης άλλες σχετικές αναφορές του ιδίου, απο το προανφερθέν έργο του.
Ευχαριστώ θερμά τον κο Μ. Γεωργακόπουλο.
«Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ, στις 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1954.
Στις 30 Ιουνίου 1954, έφτασα στην Κορέα με το Σύνταγμα του ΕΚ. Σ. Ε.
Η διάρκεια του ταξιδίου, από τον Πειραιά μέχρι την Κορέα, ήταν 27 μερόνυχτα και ζήσαμε φοβερές δοκιμασίες στα φουρτουνιασμένα πελάγη, και ιδίως στον Ινδικό Ωκεανό, που είπαμε όλοι «αντίο ζωή» σίγουροι ότι θα πάμε στον πάτο και θα μας φάνε τα σκυλόψαρα.
Περισσότερα γι’ αυτό το περιπετειώδες ταξίδι, θ’ αφηγηθώ σε άλλες σελίδες, περιοριζόμενος να πω μόνο ότι: Ταξιδεύσαμε με το Αμερικάνικο οπλιταγωγό JENERAL PLATHFORD το οποίο είναι κατασκευασμένο για να μεταφέρει στρατεύματα στα πεδία τω ν μαχών και χωράει 30 χιλιάδες οπλίτες. Το Ελληνικό Σύνταγμα αποτελείτο από 3 χιλιάδες άντρες, κι άλλους τόσους πήραμε Αιθίοπες, από το λιμάνι του Τζιμπουτί. Σύνολο λοιπόν 6 χιλ. Και 500 το πλήρωμα 6.500.
Το πλοίο ήταν σχεδόν άδειο (αφού καλύπταμε μόνο το 20 %) και διέθετε όλα τα σύγχρονα μέσα.
Αποβιβάστηκε πρώτα το Σύνταγμα του ΕΚ. Σ. Ε. στο λιμάνι της ΙΝΤΣΟΝ, που απέχει 60 χιλιόμετρα νοτίως της SEOUL και ακολούθησε το σύνταγμα της Αιθιοπίας. Το περιβάλλον ήταν πολύ μελαγχολικό από τη συννεφιά, την ομίχλη και τη βροχή. Μας έκαναν μία τιμητική υποδοχή, κι αμέσως επιβιβαστήκαμε στα στρατιωτικά οχήματα REO, ξεκινώντας κατ’ ευθέιαν για το μέτωπο της πρώτης γραμμής που ήταν βορείως του 38ου παραλλήλου. Η στρατιωτική φάλαγγα, έφτασε στον προορισμό της το απομεσήμερο της 30ης 6ου 1954 και καταλήξαμε στις μονάδες μας, που είχαν ορίσει οι επιτελείς. Αφού πήραμε τον οπλισμό, μας ενημέρωσαν για τις θέσεις του εχθρού κι αναλάβαμε καθήκοντα…
Στις 4 Ιουλίου, έλαβα μέρος στην πρώτη μου νυχτερινή αποστολή, με την ομάδα αναγνωρίσεως, η οποία αποτελείτο από 7 άντρες. Η διαταγή ήταν: να φύγουμε από τη μονάδα μας με τη δύση του Ηλίου και να επιστρέψουμε με την ανατολή, διασχίζοντας όλη τη νύχτα τη νεκρά ζώνη, σύριζα από τις εχθρικές γραμμές, παρακολουθώντας και ακροάζοντας τις κινήσεις τους. Πήραμε τις τελευταίες οδηγίες και τα συνθήματα που ήταν: «Μπιζάνι» το σύνθημα και «Ρούπελ» το παρασύνθημα. Ο περίγυρος ήταν αρκετά μεγάλος και ξεκινήσαμε βρέχοντας καταρρακτωδώς. Την ομάδα αποτελούσαν: Ο Υπολ/γός Βελισσαρούλης Βύρων, ο λοχίας Αλεξανδρόπουλος από τον Πύργο, ο στρατιώτης Δάβαρης Μανώλης από την Παιανία, ο αφηγητής αυτής της περιπέτειας [Μεγακλής Γεωργακόπουλος] και άλλα 3 παληκάρια, που δυστυχώς δεν με βοηθάει η φθορά της μνήμης, για να θυμηθώ τα ονόματα, θυμούμενος όμως έντονα τις μορφές τους.
Για να δώσω στους αναγνώστες να καταλάβουν, πρέπει να περιγράψω στοιχειωδώς την περιοχή, με τις εχθρικές θέσεις των αντιπάλων δυνάμεων.
Σας μεταφέρω λοιπόν νοερά , σε ένα σύμπλεγμα μικρολοφίσκων, βορείως των οποίων απλώνεται μία πελώρια πεδιάδα και στο βάθος αρχίζουν πάλι λόφοι και ψηλότερα βουνά.
Μέσα στην πεδιάδα ήταν οχυρωμένες οι εχθρικές ένοπλες δυνάμεις με τα Κινέζικα λεφούσια του Μάο Τσε Τούνγκ, που τους βλέπαμε την ημέρα να κινούνται σαν τα μυρμήγκια, ενώ πίσω τους στα υψώματα είχαν τις εφεδρείες και τα βαριά τους όπλα. Τα οχυρά των ενόπλων δυνάμεων του ΕΚ. Σ. Ε. ήταν στη βόρεια πλευρά των λόφων, στη δυτική και στην Ανατολική, ενώ στη νότια υπήρχαν οι εφεδρικές δυνάμεις άλλων χωρών του ΟΗΕ που συμμετείχαν σ’ αυτό τον αιματηρό πόλεμο, καθώς και τα βαρέως τύπου όπλα των Αμερικανικών Στρατευμάτων.
Την περιμετρική ζώνη της χιλιομετρικής απόστασης, την παρομοιάζω με τον Υμηττό των Αθηνών, ξεκινώντας από την Αγία Παρασκευή, Χολαργός, Παπάγου, Καισαριανή, Βύρωνα, Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Γλυφάδα, Βάρκιζα, Κορωπί, Παιανία.
Είμαστε οπλισμένοι όλοι σαν αστακοί για ν’ αντιμετωπίσουμε κάθε ενδεχόμενο επιθετικής ενέργειας, εφ’ όσον βέβαια προλαβαίναμε και δεν «πέφταμε» από τα εχθρικά βόλια που έστηναν παγιδευτικές ενέδρες θανάτου.
Προχωρούσαμε στην άκρη ενός χωματόδρομου εις φάλαγγα κατ’ άνδρα και απείχαμε γύρω στα 3 μέτρα ο ένας από τον άλλον. Τη διάταξη της κινήσεως μας την έδωσαν οι επιτελείς των επιχειρήσεων και μπροστά πήγαινε ο Αλεξανδρόπουλος, ακολουθούσα εγώ, πίσω τ’ άλλα Ελληνόπουλα και τελευταίος ο Υπολοχαγός. Δίπλα ακριβώς από το δρόμο υπήρχε ένα βαθύ χαντάκι που συγκέντρωνε τα νερά, από τις φοβερές βροχοπτώσεις των μουσώνων και τα πήγαινε στον τεράστιο ποταμό «Γυαλού», που κατεβαίνει από τη Β. Κορέα, στη Νότιο Κορέα. Βαδίζαμε μέσα στο βαθύ σκοτάδι και η αποστολή μας δεν ήταν να πάμε νυχτερινό ρομαντικό περίπατο, αλλά να εντοπίσουμε τις εχθρικές δυνάμεις και ν’ αναφέρουμε με τον ασύρματο, κάθε μισή ώρα τις θέσεις του εχθρού και την δική μας. Πρέπει να πω ότι οι δυσκολίες ήταν φοβερές, από τον θόρυβο των βροχοκαταιγίδων, που έπεφταν με το τουλούμι, αλύπητα στις πλάτες μας.
Σκοτάδι, ομίχλη, λάσπες, βροχή, άγχος της επικίνδυνης αποστολής, που δεν ξέραμε από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο τι θα συμβεί, κι αν τελικά γλυτώσουμε, ή θα μείνουμε αγροφύλακες στην άκρη του πλανήτη, από τα βόλια της κίτρινης φυλής, για να μας κατασπαράξουν τα ζούδια της περιοχής, ή να μας πιάσουν αιχμαλώτους οι Κινέζοι, οι οποίοι πολεμούσαν μαζί με τους Βορειοκορεάτες εναντίον μας, και μας είχαν μίσος γιατί είμαστε σύμμαχοι με τις Η.Π.Α. και πολεμούσαμε με τις δυνάμεις του Ο.Η.Ε. για την άμυνα και την ελευθερία της Ν. Κορέας που κινδύνευε από τον κόκκινο φασισμό.
Είχε περάσει καμιά ώρα νύχτα , από την ώρα που ξεκινήσαμε, και ο πρώτος τα στήλωσε λέγοντας: Δεν πάω μπροστά, και με το δίκιο του, γιατί συνειδητοποίησε ότι διατρέχαμε άμεσο κίνδυνο. Η περίπτωση της άρνησης σημαίνει στρατοδικείο και πολλές φορές εκτέλεση επί τόπου από τον Διοικητή της ομάδος. Για να προλάβω όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα εις βάρος του συναδέλφου Αλεξανδρόπουλου, τον αντικατέστησα αστραπιαία, χωρίς να μας πάρει είδηση ο Υποκοχαγός Βελισσαρούλης, που ήταν στην ουρά της περιπόλου.
Μπήκα μπροστά και προχωρούσαμε όλοι με τα αυτόματα όπλα Μ1 ανά χείρας και το δάκτυλο στη σκανδάλη σε θέση βολής. Πρέπει να πω ότι διατρέχαμε άμεσο κίνδυνο και από το χαντάκι, που είχε δύο μέτρα τουλάχιστον βάθος, επί 1 ½ μ. πλάτος. Το νερό ήταν πάνω από τη μέση και το κακό δεν άργησε να συμβεί με το παραπάτημα του Υπολ/γού, ο οποίος έπεσε μέσα κι ευτυχώς που ακούσαμε το θόρυβο της πτώσεως στο νερό και τον γλυτώσαμε, διαφορετικά θα πνιγόταν αβοήθητος, χωρίς να τον πάρουμε είδηση. Το ατύχημα αυτό έγινε κατά τις 10 τη νύχτα, και ο συμπαθέστατος Υπολ/γός ακολούθησε μέχρι το πρωί της επομένης, βρεγμένος σαν τον ποντικό που βγάζουν από το λάδι.
Στις 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα πλησιάσαμε στη γέφυρα του ποταμού Γυαλού, την οποία φρουρούσαν οι Αμερικάνοι από το σαμποτάζ των εχθρικών στρατευμάτων. Στο φυλάκιο ήταν μια ομάδα Αμερικανών, κι ένας μεθύστακας που κρατούσε στο δεξί του χέρι το αυτόματο και στο αριστερό του το μπουκάλι με το ουίσκι, μπεκροπίνοντας, βγήκε έξω να μου κάνει αναγνώριση. Αντί όμως ο μπεκρής να μου φωνάξει «αλτ» και ν’ απαντήσω «Γκρή Πτρόλ» που μεταφραζόμενο σημαίνει «Ελληνική περίπολος», πάτησε την σκανδάλη κι έριξε μια ριπή στον αέρα, γιατί ήταν τύφλα και δεν ήξερε τι έκανε. Σαν βολίδα πετάχτηκε ο λοχία του φυλακίου, τον αφόπλισε και τον πήραν μέσα στον καταυλισμό σπρώχνοντας και βρίζοντας στη γλώσσα τους. Η αναγνώριση συνεχίστηκε από το λοχία, ανταλλάξαμε από ένα σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος αποδεικνύει ότι η περίπολος έκανε το διατεταγμένο δρομολόγιο και μου ζήτησε συγνώμη για το ατυχές συμβάν της κακόγουστης συμπεριφοράς του συναδέλφου του, που δεν είναι ντροπή να πω, ότι μας αιφνιδίασε και μας πανικόβαλλε.
Εγκαταλείψαμε το φυλάκιο, διασχίσαμε την τεράστια γέφυρα του ποταμού που έχει μήκος 700 μ. και προχωρούσαμε μέσα στα λασπόνερα με μοναδική συντροφιά το βαθύ σκοτάδι και τη βροχή.
Δεν είχαμε συνέλθει ακόμα από τη λαχτάρα μας στο Αμερικάνικο φυλάκιο, και ακολούθησε το τρίτο και φοβερότερο περιστατικό της βραδιάς. Με τι λόγια όμως να σας το πω, που μου είναι αδύνατο να περιγράψω την τρομάρα μου, γιατί συγκρούστηκα μετωπικά με τον επικεφαλής άλλης ελληνικής περιπόλου αναγνωρίσεως, η οποία εκινείτο από και προς την αντίθετη κατεύθυνση περιμετρικώς χωρίς να μαςέχουν ενημερώσει στοιχειωδώς οι επιτελείς των επιχειρήσεων. Αίσχος!
Θα ήταν η ώρα μία τα μεσάνυχτα, κι ενώ βαδίζαμε μπροστά με σιγανά βήματα αθόρυβα, ερευνώντας το στόχο μας, που ήταν οι αντίπαλες εχθρικές δυνάμεις, αγκαλιάστηκα με το συνάδελφό μου λοχία Κώστα Γκλαβά ή Κωνσταντίνο Γκλαβά καταγόμενο από την Κλειτορία Καλαβρύτων. Δεν είναι υπερβολή να σας πω ότι τα όπλα μας και το κράνος μας χτύπησαν μεταξύ τους, προκαλώντας έντονο θόρυβο, με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτός κι από τους άλλους συναδέλφους των δύο περιπόλων και να πάρουν θέσεις μάχης γονυπετώς.
Φαίνεται όμως ότι κάποιος άλλος μας προστάτευε και μας οδηγούσε βάζοντας το χέρι του, για να μη πιέσουμε τη σκανδάλη και σκοτωθούμε μεταξύ μας στην άκρη του κόσμου, από τη βλακεία των επιτελών που δεν μας είπαν τίποτα, ότι κινείται κι άλλη ομάδα, περιπόλου η οποία ξεκίνησε την ίδια ώρα κι απ’ το ίδιο σημείο που ξεκινήσαμε κι εμείς, για να διασχίσει αντίθετα από μας την περιμετρική ζώνη. Με τον αιφνιδιαστικό μας τρομακτικό αγκαλιασμό μέσα στο μαύρο σκοτάδι της άγριας νύχτας που έπεφτε καταιγίδα αλύπητα στις πλάτες μας, προλάβαμε να πούμε και οι δύο συγχρόνως: «Παναγία μου!!!». Αυτή η λέξη μας κεραυνοβόλησε και μας γλύτωσε από το μακελειό γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε Έλληνες και δεν τραβήξαμε τη σκανδάλη να σκοτωθούμε επί τόπου, χωρίς να μάθει κανείς την πραγματικότητα, γιατί τα σκεπάζουν και τα παρουσιάζουν στα μέτρα τους, για να μην τιμωρηθούν. Αυτή δυστυχώς είναι η ωμή αλήθεια και πολλά παλληκάρια χάνονται από ένα επιπόλαιο λάθος, που είναι η παράλειψη της σωστής ενημέρωσης. Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιγής, για να συνέλθουμε απόν το σοκ της λαχτάρας μας, ευχηθήκαμε καλή τύχη ο ένας στον άλλο και χωριστήκαμε για να συνεχίσουμε τη νυχτερινή μας πορεία προς την αντίθετη κατεύθυνση της περιμετρικής νεκρής ζώνης, και να συναντηθούμε με την ανατολή του ηλίου στην έδρα της μονάδας μας, εφ’ όσον δεν «πέφταμε» θύματα από τις εχθρικές ενέδρες, που είναι παγίδα θανάτου.
Το δικό μου ερώτημα είναι το εξής: Εάν δεν μεσολαβούσε η «Παναγία» που πρόκειται περί θαύματος, που δεν πιέσαμε την σκανδάλη και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας και οι 14 Έλληνες ανοίγοντας πυρ, ποιος θα ήταν υπεύθυνος; Την απάντηση την δίνω μόνος μου και δηλώνω κατηγορηματικά, ότι την ευθύνη θα είχαν αυτοί οι ηλίθιοι γραφιάδες επιτελείς, που δεν μας είπαν τίποτα και θα «πέφταμε» άδοξα από τα δικά μας αδελφικά πυρά, χωρίς ποτέ να φανερωθεί η αλήθεια…
Κατά τις τρεις φτάσαμε στο φυλάκιο του 2ου ελληνικού Τάγματος, έγινε κανονικά η αναγνώριση με σύνθημα «το Μπιζάνι» και παρασύνθημα «το Ρούπελ», ανταλλάξαμε κι εκεί ένα φάκελο και συνεχίσαμε το γολγοθά μας για να φτάσουμε το ξημέρωμα στη μονάδα μας που ήταν ο 1ος λόχος του 1ου Τάγματος ΕΚ. Σ. Ε. Το κακό όπως είδατε τρίτωσε, αλλά και στις τρεις περιπτώσεις είχαμε τύχη, γιατί οδηγήτρια ήταν η Αρχιστράτηγος Παναγία και μας προστάτευε.
Αυτή η αφήγηση είναι μια από τις πολλές περιπέτειες που έζησα στην Κορέα, οι οποίες παραμένουν ολοζώντανες στην αραχνιασμένη μου μνήμη. [Στη συνέχεια περιγράφει ο συγγραφέας τη συνάντησή του με παλαίμαχους συναγωνιστές του στην Κορέα και τις διηγήσεις των αναμνήσεών τους, κατά τη δεξίωση στο σπίτι του στις 24 Οκτωβρίου 1986].
Μεγακλής Γεωργακόπουλος»