Ο Ιωάννης Γκούρας (Παρνασσίδα 1791-Αθήνα Σεπτέμβρης 1826. Εμεινε στην ιστορία ως ο δολοφόνος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, στις 30 Σεπτεμβρίου 1826. Γυναίκα του ήταν η όμορφη Ασήμω κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη, η οποία πριν σαραντίσει ο άνδρας της τάφτιαξε με τον Ν. Κριεζιώτη, πλαγία υποδείξει του Καραϊσκάκη, αλλά λίγους μήνες μετά σκοτώθηκε από κολώνες του Ερεχθείου της Ακρόπολης, οι οποίες έπεσαν ύστερα από κανονιοβολισμό.
Ο πανούργος Κωλέτης είχε κατορθώσει να ενώσει μισθωτούς Ρουμελιώτες οι οποίοι τρελάθηκαν με τις υποσχέσεις του και την προσδοκία ότι θα έπαιρναν τις λίρες και τα λεφτά του Δανείου.
Πέρασαν στην Πελοπόννησο κατά τον πρώτο και δεύτερο εμφύλιο πόλεμο κυνηγώντας τους «αποστάτες» Λόντο, Ζαΐμη κ.λ. και με πρόσχημα την καταστολή του εμφυλίου πολέμου, η επαρχία Καλαβρύτων υπέστη τα πάνδεινα από αυτούς τους στρατιώτες, όπως και όλη σχεδόν η Πελοπόννησος.
Ο Κωλέτης και ο Γκούρας κι άλλοι οπλαρχηγοί καταβροχθήσανε τεράστια ποσά για να ερημώσουν την Πελοπόννησο.
Ο Γκούρας, πληρωνόταν για 12.000 άνδρες ενώ είχε τρεις. Το Δεκέμβρη του 1824 ο Γκούρας βρισκόταν στη Λυκούρια. Βρέθηκε επίσης στα Σουδενά με 3.000 στρατό, στο Σοπωτό όπου μαζί του ενεργούσε ο Σοφιανόπουλος, στο Λειβάρτζι κυνηγώντας το Ζαΐμη κ.λ.. Ως αντίθετος του Κουντουριώτη κατεδιώχθη από τον Γκούρα και ο Ασημάκης Φωτήλας. Τον Ιανουάριο του 1825 βρισκόταν στην Γαστούνη και από εκεί έστειλε τον Σοφιανόπουλο να συλλάβει τον Π. Π. Γερμανό. Στους στρατιώτες του βρισκόταν ο Ανδρέας Σκαλτσάς του Ασημάκη από τα Σουδενά, αλλά και ο πατέρας του Ασημάκης, τον Ιανουάριο του 1825, Γενναίο στρατηγό αποκαλεί τον Γκούρα.
Παρακάτω παραθέτω αντίγραφο της διαθήκης του, από τα Γ.Α.Κ.:
«1824, Μαγίου 4, Διαθήκη.
Από τα περιστατικά εν καιρώ πολέμου, φοβούμενος μην ο θάνατος άξαφνα με αδράξει, κάνω την διαθήκη μου τακτικώς, οπού είμαι με τας φρένας μου. Πρώτον τον Θεόν να με συγχώρεση εις όσα του έσφαλα, ως άνθρωπος. Δεύτερα αφήνω συμπάθιο και να με συγχωρούν όλοι οι Έλληνες συγχώρησιν εις όλους τους Έλληνας, να με συγχωρέσουν και να με συμπαθήσουν στα όσα τους έσφαλα ως άνθρωπος, ας είναι και από μέρος μου, συγχωρημένοι. Τρίτον αφήνω ίδιον Γκούρα τον εξάδελφόν μου Γιάννη Μαμούρη, αυτός να μου εξουσιάζη όλον μου το βιός μου, και να είναι ίδιον εδικόν του, έξω από εκείνο οπού χαρίζω μέσα στη διαθήκη μου του καθενός συγγενή μου. Αυτά να τα λάβουν οι απογραμμένοι συγγενείς μου. Έχω γρόσια ξηρά όλα όλα χιλιάδας 25.000 λέγω χιλιάδες είκοσι πέντε και ας φαντάζονται ο κόσμος ότι είχα πολλά, από αυτά τα γρόσια. Αφήνω στη Φιλόμουσο Εταιρεία γρόσια χίλια 1.000. Αφήνω στην Φιλάνθρωπον Εταιρείαν γρόσια 1.000. Αφήνω του Καπνόριζα γρόσια τρεις χιλιάδας 3.000. Αφήνω της αδελφής μου Μαργαρίτας γρόσια δύο χιλιάδας 2.000, του Πατούλα γρόσια χίλια 1000. Αφήνω της ανεψιάς μου … Ρούκαινας γρόσια χίλια 1.000. Αφήνω της γυναίκας μου Ασήμως γρόσια 5 χιλιάδες πέντε 5.000. Αφήνω της γυναίκας μου όλα τα τζουβαϊρικά μου ασημ. φλωριά, μαργαριτάρια μου, διαμαντικά μου, μπελετζίκια, δακτυλίδια, ασημικά μου και όλα όσα σκουτιά της έχω γυναικεία, αυτά να μην έχη κανένας από τους συγγενείς μου να της χαλέψη ούτε τρίχα, ότι της τα έχω χαρισμένα. Όλους τους κριτάς τους παρακαλώ να δώσουν δικαία κρίση, καθώς γράφω με τον ίδιον χέρι μου εις την Διαθήκην μου. Αν ίσως και μείνει η γυναίκα μου εγκαστρωμένη και γεννήσει παιδί, τότε να κληρονομάη το παιδί μου όλον μου τον βιόν μου, εξόχως εκείνο οπού χαρίζω. Τότε να σταθή ο Μαμούρης ίδιος πατέρας, να μου κουμανταρίση το παιδί μου και γυναίκα μου. Αν δε[ν] τύχη εγκαστρωμένη η γυναίκα μου και δεν παντρευτεί μετά τον θάνατον μου, να την μάση ο Μαμούρης να την θρέψη από τον βιός μου οπού της αφήνω, και αν θελήση η γυνή μου να παντρευθή, να πάρη μόνον τα σκουτιά της και το φέσι της και ένα ζευγάρι μπελετζίκια μαλαματένια με διαμάντια και δακτυλίδια οπού της έχω, και όχι άλλο. Τα άλλα να μένουν όλα του Μαμούρη. Και αν δεν παντρευθή, να έχη τα άνωθεν γραμμένα χαρίσματα, να τα εξουσιάζη και να ζη στα γηρατειά της η γυναίκα μου. Ο Μαμούρης να λέγεται Γιάννης Γκούρας δια να μην χαθή το όνομα μου. Αφήνω όλους τους φίλους να γνωρίζουν τον Μαμούρην ίδιον Γκούρα: όποιος με αγαπάει εμένα, να αγαπάη και αυτόν. Και συ Μαμούρη πρώτον να αγαπάης την ανθρωπότητα, την Πατρίδα, να φυλάς τους Νόμους, την Διοίκησιν, τους συγγενείς και φίλους μου. Να κάνης φίλους και όχι εχθρούς, να μην γένης προδότης στην Πατρίδα μου και στην ανθρωπότητα, να μην αγαπάς την αδικίαν, την τυραννία, την κλεψιά, την αρπαγήν. Αν παρέβης κανένα από τα όσα σου λέγω, να έχης την κατάρα μου, και την κατάρα του Θεού και της Πατρίδος. Ακόμη τα όσα χρεωστώ και τα όσα μου χρεωστούν, φαίνονται στα δευτέρια μου και οποιανού χρεωστώ να τα δόκητε να μην με σκατοψυχάνε και τα όσα μου χρεωστούν να τα λάβης Μαμούρη, δια να μου κουμανταρίσης το σπήτι καθώς γράφω. Ταις πιστόλαις μου να ταις πάρη ο Καπνόριζας, δια το χασμέτι οπού μου έκαμε και να στέκη κοντά με το Μαμούρη και με τη γυναίκα μου, ότι είναι ακόμα μικρός και πτωχός, και συ Πατούλα να μην ξεχωρίσης από το Μαμούρη, να διαφεντεύεστε να είσθε δυνατοί, να μου νταγιαντίστε το σπήτι μου, και μην σκορπίσητε σαν του λαγού τα τέκνα, ότι χαΐρι δεν βλέπετε. Έχετε λοιπόν την ευχήν μου. Ταις είκοσι πέντε χιλιάδες τα γρόσια, τα οποία θα λάβη ο Μαμούρης, τα έχω μέσα στην κασέλα μου, εις ένα μουχουρετάνι ασημένιον βουλωμένα με κόλησι. Ταύτα και Σας αφίνω υγιείαν και πολλή ζωή και να με συγχωράτε κάποτε όταν με θυμάστε. Ευχόμεθά Σας να προκόψητε, αν ακολουθήσετε τον καλόν δρόμον οπού Σας λέγω και υγιαίνετε./ Εγώ ο Αθλιος και δυστυχισμένος Ιωάνης Γκούρας./ Μαρτυρώ ο υπογεγραμμένος ότι το πρωτότυπομ του απρόντος αντιγραφου το οποίον ανέγνωσα και παρέβαλα σήμερον είναι γραμμένον με το ίδιον χέρι του μακαρίτου Ιωάννου Γκούρα./ Αθήναι τη 16 Ιουνίου 1833. Δ. Σαλωνιτίδης./ Μαρτυρώ και εγώ παρομοίως ότι το πρωτότυπον του παρόντος είναι γραμμένον με το χέρι του Μακαρίτου Γκούρα/ Μακρυγιάννης./ Η Αστυνομία Αττικής/ επικυροί το πιστόν της αντιγραφής, και την γνησιότητα των υπογραφών των μαρτύρων Δ. Σαλωνιτίδου και Μακρυγιάννη./ τη αυτή ημερομηνία 1833/ Εν Αθήναις/ Ο επί της […]/ Σταύρος Βλαχόπουλος/ Ίσον απαράλλακτον/ τη 18 Ιουνίου 1833/ εν Αθήναις ο Γενικός έφορος […]».
Θ. Τζώρτζης.