ΚΑΙ αυτοί αξίζουν τις τιμές μας… (Μαθήματα ιστορίας από έναν νησιώτη αγωνιστή του 1821).

(Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο)

(Αξίζει να το διαβάσετε. Σε λίγες γραμμές περιγράφεται ένα μέρος της κατάστασης που επικράτησε μετά την έναρξη της επανάστασης. Η έντονη γραφή έχει γίνει από εμένα).

Έγγραφο προς τον έκτακτο επίτροπο Βορείων Σποράδων Βιάρο Α. Καποδίστρια, εις Αίγινα.

«Εξοχότατε!

Συμπάθησόν με εις όσα γράφω, η ανάγκη με κάμνει να παραπονούμαι και να σας γράψω από αρχήν της επαναστάσεως.

Τον πρώτον χρόνον οπού αποστατήσαμεν, η Τρίτη κλάσις επολεμούσε δια την πίστην και δια την ελευθερίαν της πατρίδος.

Οι γκοτζαπασάδες δια να γλυτώσουν το πόρτζι οπού εχρεωστούσαν εις τους Τούρκους από τρεις τέσσαρες χιλιάδες πουγγία κάθε επαρχία.

Τον πρωτον χρόνον επήγαινε το έθνος καλά.

Τον δεύτερον επέσαμεν εις τα λάφυρα, όποιος ν’ αρπάξη περισσότερα. Άναψεν η διχόνοια και εμάλωναν όποιος να εγίνετο βασιλεύς εις την επαρχίαν του.

Τον τρίτον εμοιράσθησαν οι Έλληνες εις πέντε κλάσεις.

Η πρώτη κλάσις όποιος να προοδεύση και να κάμη περισσότερο ταράφι, δια ν’ αρπάξη δάνεια.

Η Δευτέρα κλάσις ήγουν οι καλαμαράδες όποιος να έγραφε περισσότερες νούλες, και να επαίνευεν ο καθένας τον κοτζαπάση του, και να εσυμβούλευεν τους στρατηγούς, χιλιάρχους και φροντιστάς με τι τρόπον να κλέψουν περισσότερους λουφέδες. Εξοχότατε! και εγώ Χιλίαρχος ήμουν, και επαρχίαν δεν είχα. Οι στρατιώται πως με ακολουθούσαν χωρίς λουφέ; Πάρεξ με πολλά ολίγα εξ ιδίων μου έξοδα με ακολουθούσαν; Σας παρακαλώ κοιτάξετε το κατάστιχον του Έθνους είναι και τ’ όνομά μου.

Η Τρίτη κλάσις εβαστούσαν τον πόλεμον πεινασμένοι, διψασμένοι, από ντιρβένι εις ντιρβένι, βουνόν εις βουνόν, δια την αγάπην της πατρίδος. Δεν είχε ανάγκη η Ελλάς να κοπρισθή, διότι εκοπρίσθη με το αίμα των της τρίτης κλάσεως, και το αίμα το Τουρκικόν.

Η Τετάρτη κλάσις έπεσαν εις το εμπόριον, εις τα κάλπικα φλωρία. Εφοδίαζον τα φρούρια των Τουρκών.

Η Πέμπτη κλάσις ήγουν οι πειραταί, έγδυναν Έλληνας και Ευρωπαίους.

Η Τρίτη κλάσις βλέποντας την ακαταστασίαν της πατρίδος, εστοχάσθησαν ότι ηθέλαμεν να χαθούμεν, και αρχινήσαμεν να ειπή ο ένας τον άλλον. Αδελφοί χαΐρι από μας δεν είναι. Εχαθήκαμε. Δια να διοικήσωμεν έθνος ικανοί δεν είμεθα. Η Ελλάς είχε έναν άνδρα προκομένον τον Καποδίστρια. Να παρακινήσωμεν ο ένας τον άλλον να υπογραφθώμεν, να στείλωμεν ίσως ο θεός τον φωτίση και έρχεται και μας κυβερνήση την Πατρίδα, και αυτός ο κυβερνήτης θέλει γνωρίση τας δουλεύσεις του κάθε ενός. Και έδωσεν ο θεός  και ήλθεν.

Εξοχώτατε! Αν έσφαλα εις αυτά οπού γράφω συμπάθησόν με, διότι η ανάγκη και το παράπονον με κάμνει να σου τα γράψω. Διότι βλέπεις εις τα υπουργήματα να είναι εμπορίους και πειρατάς. Το θέλει ο θεός να πολεμήσω ξηράς και θαλάσσης βουλοντιέρος επτά χρόνους εξ ιδίων μου και τώρα να κάθωμαι άνεργος και να υστερούμαι τον επιούσιον άρτον; Και Τούρκος να ήμουν ένα ταΐνι ήθελαν οι νόμοι να μου το δώσουν.

Εξοχώτατε! ηξεύρετε πότε έπαυσα από τον πόλεμον; Όταν εχάσαμεν τας Αθήνας, οπού μας εσκοτώθη ο μακαρίτης Καραϊσκάκης. Ήμουν τότε με εκατόν στρατιώτας. Αυτόν τον λουφέν έχω πάρει από τον Κόχραν τα επτά χρόνια. Διάβασον την εφημερίδα οπού ήμουν εις τας Αθήνας. Όμως είναι το όνομα του πατρός μου, Τρούκας και όχι Λυκούργος.

Εξοχώτατε! ποίος άλλος νησιώτης έκαμε τόσαις εκστρατείαις εξ’ ιδίων του, πότε με εκατόν τριάντα στρατιώτας, πότε με εκατόν, κατά τα αποδεικτικά οπού μου εδόθησαν από την Διοίκησιν και τους στρατηγούς. Το ολιγώτερον παργιάκι ήτον αυτό οπού έκαμε εις τα μεγάλα ντερβένια από σαράντα επτά στρατιώτας. Βέβαια δεν επλαίρωνα λουφέδες, όμως αλλουνούς έδιδα δέκα γρόσια αλλουνού είκοσι, αλλουνού ηγόραζον τουφέκι, αγόραζον παρούτι, πέτραις, μπάλαις και τους εγελούσα και μ’ ακολουθούσαν από βουνό εις βουνό, ντιρβένι εις ντιρβένι, και τώρα να είμαι αποκλεισμένος μέσα εις το σπίτι μου να υστερούμαι τον επιούσιον άρτον; Ζητώ να με δανείσουν και να μου ειπούν σύρε να σου δώση η πατρίδα οπού εφώναζες. Ζητώ ελευθερίαν; Ω Θεέ μου!!! Πώς το υποφέρεις;

Εξοχώτατε! ας μου πλερωθή αυτή η διαταγή από τρεις χιλιάδες γρόσια οπού μου είχε δώσει η Κυβέρνησις να έπαιρνα από τας προσόδους της Σαμου, διότι τα έχω σηκώσει δανεικά, οπού επλήρωσα τους λουφέδες εις την Άνδρο, και με τραβούν οι χρεωφειλάται, ή να μου δώσετε κανένα υπούργημα της θαλάσσης πολεμικό, και τ’ άλλα τα κάμνω χαλάλι κόπους, κινδύνους της ζωής μου οπού ετράβηξα. Ειδέ μη, διαμαρτύρομαι ενώπιον του θεού.

Εγώ χαμοθεόν δεν έχω οπού να ειπή κανέναν λόγον και για μένα.

Εξοχώτατε! εις τον άνθρωπον τρία πράγματα είναι, η ζωή, η υπόληψις, τα γρόσια. Εγώ τα γρόσια τα εξόδευσα, εις αυτό οπού εξόδευσα τα γρόσια αυτό μου έρριψε και την υπόληψίν μου κάτω. Μία ζωή με απόμεινεν, ας πάγη και αυτή μαζί με εκείνους οπού εθυσιάσθησαν δια την αγάπην της πατρίδος.

Σας παρακαλώ να μου γράψητε, ή να μου στείλετε δια λόγου, να έλθω εκεί, και με βαθύ σέβας μένω πρόθυμος εις τας προσταγάς σας.

Τη 11 7βρίου 1828, εν Ύδρα.

Ανδρέας Λυκούργος.».

Πηγή: Γ.Α.Κ.

Advertisement
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s