Κιαμήλμπεης. Ποιος ήταν και ποια η σχέση του με τους Καλαβρυτινούς άρχοντες.

Σήμερα άκουσα ένα παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι, από τον εξαίρετο τραγουδιστή Παν. Λάλεζα, για τον Κιαμήλμπεη:

«Κιαμήλ μπέη δε φαίνεσα/ καμαρωμένε αφέντη/ Ήσουν κολώνα στο Μωριά/ και φλάμπουρο στην Κόρθο/ Ήσουν και στην Τριπολιτσά/ θεμελιωμένος πύργος/ Στην Κόρθο πιά δε φαίνεσαι/ ούτε μεσ’ τα σαράγια/ ο Παπαφλέσσας τά ’καψε/ τα έρμα τα παλάτια/ κλαίνε τ’ αχούρια γι΄ άλογα/ και τα τζαμιά γι’ αγάδες».

Και ένα άλλο, σε ρυθμό Καλαματιανού, από τον ίδιο τραγουδιστή σε πολύ νεαρή ηλικία:

«Άϊντε, Κιαμήλμπεης ο δόλιος φώναξε/ Κιαμήλμπεης φωνάζει/ δεν είν’ κανένας πουθενά/ παιδιά μου πουθενά/ ορέ δεν είν’ κανέ, κανένας πουθενά/ να πάει στη μαύρη […] / να πάει να πεί της μπέγαινας/ παιδιά μ’ της μπέγαινας/ ορέ να πάει να πεί, να πεί την μπέγαινας/ να πεί και στα παιδιά μου/ ποτέ τους μη, όρε ποτέ τους μη με καρτερούν/ το δόλιο καρτερούν/ Όρε ποτέ τους μη, μωρε μη, με καρτερούν/ και μη με περιμένουν/ εδώ που εκλειστήκαμε, παιδιά μ’ κλειστήκαμε».

Στα τραγούδια με έναρξη «Κλεισαν οι στράτες του Μωριά…» (Νάκος, Μεϊντανάς, Μητάκη, Πανούτσος, Θεόφιλος κ.λ.), η χανούμισα που αναφέρεται, να κλαίει για το γιό της τον Αλήμπεη (ή Χαλήλμπεη) κ.λ., πιθανόν να υπονοείται ο Κιαμήλμπεης, χωρίς αυτό να είναι σαφές.

Εκτός αυτών και άλλα άσματα τον αναφέρουν, όπως:

Ένα τραγούδι του 1822, το οποίο αναφέρει:

«Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια./ Πήραν και την Τριπολιτσά την ξακουσμένη χώρα/ Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν Εμιροπούλες,/ Κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμίλη/ «Άχ πούσαι και δε φαίνεσαι καμαρωμέν’ αφέντη;/ Ήσουν Κολόνα στο Μωριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,/ Ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος./ Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι ουδέ μες τα σαράϊα./ Ένας παπάς σου τάκαψε τα έρμα τα παλάτια./ Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τσαμιά γι’ αγάδες/ Κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιο της τον άντρα./ Σκλάβος ραϊάδων έπεσε και ζη ραϊάς ραϊάδων» (Εθνικά Άσματα της Ελλάδος 1453-1821).

Και ένα δεύτερο:

«Του Δράμαλη οι μπέϋδες και του Μωριά οι λεβέντες/ στα Δερβενάκια κάθονται κορμιά χωρίς κεφάλια./ Στρώμα είχανε τη μαύρη γης, προσκέφαλο τις πέτρες,/ και το απάνω σκέπασμα τα χιόνια και τους πάγους./ Κι όσοι διαβάτες κι αν περνάν, στεκώνται και τους λένε,/ – Κορμιά πού είν’ τα κεφάλια σας και πού είν’ και τάρματά σας;/ – Γκιαούρηδες τα πήρανε και στα βουνά παγαίνουν./ Κλαύτε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,/ Και συ κυρά Κιαμήλμπέϋνα Κιαμήλμπεϋ τον Μπέϋ,/ πού ήταν στον κόσμο ξακουστός ’ς την Πόλη ξακουσμένος» (Π. Παπαζαφειρόπουλος, Περισυναγωγή…, ).

Αλλά ποιος ήταν ο Κιαμήλ Μπέης, και ποια σχέση είχε με τους Καλαβρυτινούς;

Καταγόταν από πλούσια οικογένεια Τούρκων, η οποία δυνάστευε και κυριαρχούσε στην Κορινθία από το 1717. Ο πατέρας του ήταν ο Νουρή μπέης και παππούς του ο Χαλήλ μπέης. Γεννήθηκε το 1784, ήταν έξυπνος, ωραίος και ξεχώριζε για τις ικανότητές του. Απέκτησε πολλά πλούτη, κινητή και ακίνητη περιουσία. Γυναίκα του ήταν η καλονή Γκιούλ Χανούμ, με την οποία είχε αποκτήσει τρεις (κατά τον Μοσχόπουλο: δύο) γιούς. Όταν, στις 7 Ιουλίου 1822 εκτελέστηκε στο δωμάτιο όπου ήτο φυλακισμένος, την επομένη ο Δράμαλης πήγε στην Ακροκόρινθο, βρήκε να τον υποδέχονται  η μάνα και η χήρα του Κιαμήλμπεη, την οποία για να την τιμήσει ο Δράμαλης και για το λόγο ότι του υπέδειξε ένα μέρος του θησαυρού του άνδρα της, την παντρεύτηκε.

Ο Φιλήμων (Δικίμιο…,), αναφέρει ότι: «… Οι Τούρκοι ταύτης [της Κορίνθου] περί τας εξακοσίας οικογενείας ωμοίαζον ωσεπιπολύ τοις του Άργους, εν μόνη κατοικούντες τη πόλει της Κορίνθου. Διεκρίνετο όμως παρ’ αυτοίς, ως και καθ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ο πολυκτήμων και νουνεχέστατος Χουσεήν Κιαμήλ βεγής, λόγω και πράγματι δεσπόζων της Κορινθίας. Η εις την Τρίπολιν άνοδος τούτου από του Φεβρουαρίου μεσούντος, περί ής εμνημονεύσαμεν, μεγάλας ουσιωδώς παρείχεν ευκολίας τοις Κορινθίοις. […] Διά τούτο ευθύς, ότε μετά την έκρηξιν του κινήματος των Καλαβρύτων διέταξεν ο βοενβόδας της Κορίνθου κατ’ απαιτησιν της ισχυούσης μητρός[1] του Κιαμήλ βεγή, ο Ανδρίκος Νοταράς, νεώτερος των τριών αδελφών, μετέβη εκ των Τρικκάλων, ομηρεύσων παρ’ αυτώ υπέρ της ακινησίας του τόπου, ότε και ο Σωτήριος Νοταράς ανέβη εις Τρίπολιν, ομηρεύσων επίσης παρά τη κεντρική αρχή. […]. Τη 31 Μαρτίου εισηλθον οι εν ταις Κεχραεαίς και τω Τείχει εις την πόλιν, ης διηρπάγησαν αι τουρκικαί οικίαι, αι δε κατά την παραλίαν και το Διαβατίκι αποθήκαι του Κιαμήλ βεγή εγένοντο λάφυρον των Πειραίων…».

Ο Νικηφ. Μοσχόπουλος (Ιστορία της Ελλην. Επαναστ…) αναφέρει ότι όταν ο Δράμαλης έφθασε στην Κόρινθο η οποία είχε πυρποληθεί και ειδικώτερα στο φρούριο της Ακροκορίνθου, δεν απάντησε «ψυχήν ζώσαν». «Μόνον εντός ενός σπηλαίου ευρίσκοντο η σύζυγος, τα δύο τέκνα και η λοιπή οικογένεια του πλουσίου Κορινθίου Τούρκου Κιαμήλ βέη, θρηνούσα προ του αιμοφύρτου ακόμη πτώματος τούτου, όστις είχε φονευθεί προ ολίγου. Ο Κιαμήλ βέης, ούτος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος κατά την άλωσιν της Τριπολιτσάς, μεταφερθείς δε εις Κόρινθον και πεισθείς υπό των επαναστατών να αποκαλύψει τους θησαυρούς του, εφονεύθη υπό τούτων όταν προσεγγίζοντος του τουρκικού στρατού απεχώρησαν*…».

*«Κατά τας ελληνικάς πηγάς ο Κιαμήλ βέης εφονεύθη υπό του Κορινθίου Δημητρίου Μπενάκη εντός της φυλακής της Ακροκορίνθου. Ο Μπενάκης εισελθών εύρε τον Κιαμήλ βέην ρεμβάζοντα. Εκένωσεν αμέσως εν πιστόλιον και έπληξε τον Τούρκον κροίσον εις το στήθος, πεσόντα δε τον αποτελείωσε δια του δευτέρου πιστολίου του πλήξας αυτόν εις τα νώτα. Κατ’ άλλους μετά του Μπενάκη επυροβόλησαν τρεις άλλοι Έλληνες φονεύσαντες και τέσσαρας άλλους επισήμους Τούρκους Κορινθίους…».

Ο ίδιος συγγραφέας (Μοσχόπουλος) αναφέρει ότι δυσαρεστήθηκε ο Ιουσούφ πασάς διότι δεν του εδόθη η αρχιστρατηγία, η οποία ανατέθηκε στον Δράμαλη ο οποίος ήτο εκ των ακολούθων του πατρός του και δεν ήθελε να τον διευκολύνει. Ο Δράμαλης στη συνέχεια παρέλαβε την μητέρα, την χήρα και τα τέκνα του Κιαμήλ βέη και αναχώρησε για την Πάτρα. Σύμφωνα με ελληνικές πηγές ο Δράμαλης παντρεύτηκε την χήρα του Κιαμήλ βέη. Ο Δράμαλης ήταν πλουσιώτατος, αφού πήρε ως λεία μέρος των χρημάτων του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όπως επίσης και μεγάλο ποσό από την ευρεθείσα μέσα σε πηγάδι παρά την Ακροκόρινθο κινητή περιουσία του Κιαμήλ βέη.».

Σχετικά αναφέρει και ο Π. Πατρών Γερμανός (Υπομνήματα…,): «… Περί δε της παραδόσεως του φρουρίου της Κορίνθου ήτον ελπίς να συντελέση ο Κιαμήλ Μπέης, όστις κατ’ αρχάς της αιχμαλωσίας του υπεσχέθη εν τοιούτον, και έγινε μία διαπραγμάτευσις ατελής μεταξύ του και των εν Τριπολιτζα Προκρίτων Πελοποννησίων, και δια τούτο απελάμβανε περίθαλψιν αυτός και ο υιός του, ομοίως και 200 περίπου ψυχαί ομογενών του ανδρών, γυναικών και παιδίων, οπού είχον καταφύγει εις την επίσκεψίν του εν καιρώ της εις Τριπολιτζάν εφόδου των Ελλήνων. Όθεν απεφασίσθη να τον μεταφέρωσιν εις το Άργος και εκεί να γίνη η τελεία μετ’ αυτού συμφωνία περί της παραδόσεως της Κορίνθου. Τον μετέφερον λοιπόν με όλους τους συν αυτώ ομογενείς του, και άρχισαν να διαπραγματεύωνται, πλην εκείνος πανούργος ών, μετέβαλλε καθ’ ημέραν τα σχεδόν προβλήματά του, και δεν απεφάσιζε τι βέβαιον, εξαγοραζόμενος τον καιρόν. Κατόρθωσε δε να πείση και τινας των Καπιταναίων, ότι θέλει τους κάμει μετόχους του πλούτου του, και τοιουτοτρόπως έπαιζε την υπόθεσιν, μήτε υποσχόμενος, μήτε αρνούμενος, και απολαμβάνων κάθε άνεσιν και όλα του τα αναγκαία από τους ελπίζοντας εις τας υποσχέσεις του. […]. Οι δε Παραστάται του έθνους… πριν αναχωρήσωσι [δια την Επίδαυρον], διωρίσθησαν, ο μεν Υψηλάντης, ο Κρεββατάς και ο αδελφός του Πετρόμπεη να μεταβώσιν εις την Κόρινθον μετά του Κιαμήλπεη, δια να τον μεταχειρισθώσιν όργανον εις την παράδοσιν του Φρουρίου, ο δε Κολκοτρώνης να μεταβή εκεί με εν σώμα στρατιωτικόν, δια να ενδυναμώση την πολιορκίαν…». Αναφέρει επίσης: «… Η ελπίς όλων ήτον εις τον πλούτον του Κιαμήλμπεη, περί ού διέτρεχε κοινή φήμη, ότι είχε κεκρυμμένα πολλά μιλιούνια. Τον υπεσχέθη η Διοίκησις το εν τρίτον όλης του της περιουσίας, και την ασφάλειαν της ζωής και τιμής όλης της φαμηλίας του, και ν’ απέλθη όπου θέλει μετ’ αυτής, πλην δεν ηθέλησε να ομολογήση ότι είχέ τι. Επροσπάθησαν με κολακείας, με απειλάς, με υποσχέσεις, πλην εις μάτην, επειδή εκείνος πάντοτε με τας αυτάς λέξεις έλεγεν, ότι δεν έχει άλλο τι κεκρυμμένον, εκτός εκείνων των ολιγίστων, οπού ευρέθησαν εις το Φρούριον εις χείρας της μητρός του και γυναικός του…». Τέλος αναφέρει ότι ο διορισμένος στο Φρούριο της Κορίνθου Φρούραρχος, «Αχιλλέας» ονομαζόμενος (ήτο ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης), ενώ είχε 100 στρατιώτες, τροφές και πολεμοφόδια, ευρίσκετο εις οχυράν θέση και μπορούσε να το υπερασπίση, έως ότου να έλθει βοήθεια, αυτός χωρίς πίεση εχθρική «απεφάσισε να φύγει, και αφού εφόνευσε[2] μόνον τον Κιαμήλ Μπεή και τους λοιπούς αιχμαλώτους Τούρκους έκλεισε μέσα εις εν μαγαζείον, ανεχώρησε δια νυκτός, και άφησε το Φρούριον έρημον, εφοδιασμένον με ικανήν ποσότητα πολεμικής ύλης και πυροβόλων όπλων…».

Το Σωτηράκη Λόντο, πατέρα του Ανδρέα Λόντου (όστις καταγόταν από τον Κάλανο των Νεζερών), όταν ήταν πρωθυπουργός του Βελή, είχε δημιουργήσει αντιπάθειες ανάμεσα στους Έλληνες προεστούς. Είχε πολλούς εχθρούς, μεταξύ των οποίων και τον Λαγκαδινό ανταγωνιστή του Ιω. Δεληγιάννη. Όταν αντί του Βελή, όστις παραμερίστηκε, ανέλαβε το πασαλίκι της Τριπολιτσάς ο Ίντζελε Αχμέτ, «βγήκαν τα μαχαίρια». Ο Δεληγιάννης και άλλοι Έλληνες καθώς και Τούρκοι εχθροί του Βελή, κατηγόρησαν τον Σωτηράκη Λόντο για καταχρήσεις και ο Σωτηράκης αποκεφαλίσθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1812.

Αλλά, όπως ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος (Απομνημ…) αναφέρει: Και «… Ο Γέρο Δεληγιάννης εκαρατομήθη σουλτανική διαταγή ως επίφοβος δήθεν άρχων κατά Φεβρουάριον 1816, ενώ εκ του γήρατος έπνεε τα λοίσθια. Την καρατόμησίν του ταύτην υπενήργησαν ο Ασημάκης Ζαϊμης (πατήρ του Ανδρέα) οι υιοί του Σωτηράκη Λόντου Ανδρέας ο στρατηγός και λοιποί, καί τινες των αρχόντων εκδικούμενοι τον θάνατον του Σ. Λόντου, όν εκαρατόμησεν ενταύθα ο Βελή Πασάς, συκοφαντηθέντος ως λέγεται υπό των Δεληγιανναίων ισχυόντων τότε παρά τω σατράπη τούτω της Πελοποννήσου παρά τη Πύλη· και αν η εχθροπάθεια και των δύο τούτων οικογενειών εξηκολούθει, πολλοί άλλοι εξ αμφοτέρων των οικογενειών και των συγγενών των ήθελον σφαγή. Αλλά τη μεσολαβήσει των αρχιερέων και άλλων συνεβιβάσθησαν και δια συγγενικού δεσμού εφιλιώθησαν, εκδόντων των Δεληγιανναίων την αδελφήν των Ελένην (πρώτην εξαδέλφην της μητρός μου) ως σύζυγον τω Ανδρέα Ζαΐμη α΄ εξαδέλφω των αδελφών Λόντου. Τούτο εγένετο το έτος 1817…».

Ο Ανδρ. Ζαΐμης με τον Ανδρέα Λόντο, άγνωστο για ποιο λόγο, αφού λίγο πριν ο Κιαμήλ Μπέης τους είχε βοηθήσει[3] να εξοντώσουν το Δεληγιάννη, πρόσφεραν χρήματα, μαζί με άλλους Τούρκους, να επιτύχουν τη δίωξη του πλουσιώτατου και πανίσχυρου Κιαμήλ Μπέη, που είχε τα πολυτελέστατα παλάτια στην Κόρινθο… Για τις ενέργειες αυτές ειδοποίησε αμέσως τον Κιαμήλ Μπέη ο Καλαβρυτινός προύχοντας Σωτήρης Χαραλάμπης και έτσι ο Κιαμήλ Μπέης ματαίωσε τη δίωξή του και κατόρθωσε να εκδοθεί φιρμάνι σύλληψης του Ασημάκη Ζαΐμη, του Ανδρ. Ζαΐμη και του Ανδρ. Λόντου. Και διατάχτηκε ο Μουσταφάς των Καλαβρύτων «να τους βάλη στο χέρι». Αυτοί για να σωθούν έφυγαν στα ορεινά Καλαβρυτοχώρια, όπως τους συμβούλευσε ο Ασημάκης Φωτήλας (Σταματόπ., Εσωτερ. αγώνας…).

Πέραν των παραπάνω:

 Αναφέρεται (Χρ. Ηλιόπουλος: Χρυσαί σελίδες…) ότι ο εκ Βυσωκά, σημαιοφόρος του Π. Π. Γερμανού, κατά την έφοδο των αγωνιστών εκ της Αγίας Λαύρας εναντίον των Τούρκων στα Καλάβρυτα, Γρηγόριος Ντόκος «επολέμησεν υπό τον Αναγν. Πετιμεζάν εν Κορίνθω, ένθα διεκρίθη εις την πολιορκίαν του Κιαμήλπεη».

Επίσης αναφέρεται ο βράχος του Χασάν όστις είναι στα ΒΔ. της Λυκούριας πάνω από τη Σπηλιά του Αράπη, στον αυχένα της Φράγκας και της Φάκιας. Λέγεται έτσι γιατί, εκεί λίγο πριν την Επανάσταση του 1821 σκοτώθηκε από τους κλέφτες της περιοχής, κατά μία εκδοχή, ο υπασπιστής του Κιαμήλ-μπέη, ο όμορφος Χασάν. Εκεί πήγαινε για κυνήγι και βρήκαν την ευκαιρία οι κλέφτες όταν απομακρύνθηκε από τους συντρόφους του και τον σκότωσαν. Οι σύντροφοί του τον παράτησαν εκεί στο δύσβατο και απόκρημνο μέρος και γύρισαν και είπαν τη θλιβερή είδηση στον Κιαμήλ-μπέη, ο οποίος θύμωσε που τα αγρίμια και τα όρνια θα έτρωγαν το νεκρό. Ζήτησε λοιπόν να ξαναπάνε και να φέρουν το νεκρό Χασάν, όπως και έγινε. Εκείνος τον περιποιήθηκε και τον μετέφερε στην Κόρινθο όπου και τον έθαψε με τιμές. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή δεν χτυπήθηκε από τους κλέφτες αλλά από κάποιο Μήτζο από τον Άρμπουνα, ο οποίος του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε, όταν εκείνος (Χασάν) συνάντησε τη Φρόσω την όμορφη βοσκοπούλα που κρυφαγαπούσε ο Μήτζος (Ν. Β. Αναστόπουλος).

—————————————————–


[1] Όπως ο ίδιος ο Φιλήμων (Δικίμιο…,), αναφέρει: «… Αλλ’ ο Δικαίος [Παπαφλέσσας], αντί της ύλης προτιμών το πολιτικόν αποτέλεσμα της ενοχοποιήσεως και του προς τους Τούρκους αμετακλήτου διαζυγίου τινών, προηγουμένων των Νοταραίων, ενήργησεν απ’ ευθείας, παραδόσας όλας τα τουρκικάς οικίας δια των στρατιωτών αυτού, εις τας φλόγας. Τότε η εν τω Ακροκορίνθω μήτηρ του Κιαμήλ βεγή, βλέπουσα πυρπολούμενα τα μέγαρα του υιού αυτής, διέταξε ευθύς, κατάληπτος γενομένη υπό δαιμονίου, την αποτομήν της κεφαλής του Ανδρίκου Νοταρά, αμέσως εκτελεσθείσαν. Συγχρόνως δε, εξαγριωθέντες δια τον ίδιον λόγον και ο άλλοι Τούρκοι του Ακροκορίνθου, έσφαξαν 25 ετέρους Κορινθίους Έλληνας, ευρεθέντας εν τω φρουρίω…».

[2] [Κατ’ άλλη εκδοχή:  ο πρώην υπηρέτης του Κιαμήλ, Δημήτρης Μπενάκης, ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λάλακας και ο Παρθένιος Βλάχος, ηγούμενος της Φανερωμένης, σε συμφωνία με τον «Αχιλλέα», εφόνευσαν τον Κιαμήλμπεη στο δωμάτιο όπου τον είχαν φυλακισμένο.]

[3] Γράφει ο Πετιμεζάς στα απομνημονεύματά του: «…η φατρία του Ανδρέα Λόντου προσεπάθησε να ελκύσει και είλκυσε προς το μέρος της πρώτον μεν τους μπέηδες, ως τον Αρναούτογλου, Κιαμήλμπεην και άλλους, κατόπιν δε και τον νέον πασάν. Αφού δε κατόρθωσε τούτο, εκατηγόρησε τον αρχηγόν της αντιθέτου Γιάννην Δεληγιάννην και ο πασάς αποστείλας δημίους απεκεφάλισαν αυτόν εντός της εν τω χωρίω Λαγκαδίοις οικίας του κατά το έτος 1816, την δε κεφαλήν του έφερον οι φονείς εις Τριπολιτζάν εκτεθείσαν εις την χλεύην και την περιφτόνησιν των θεατών».

Πηγή: Τα παραπάνω, εκτός των παραδοσιακών τραγουδιών που προέρχονται από το διαδίκτυο, έχουν αντληθεί από το «Ιστορικό Λεξικό της Επαρχίας Καλαβρύτων» και υπόκεινται στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί πνευματικών δικαιωμάτων.

Θ. Τζώρτζης.

Advertisement
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s