Ένας Σκοταναίος (Κοκοβίτης) εξυμνεί ποιητικά το χωριό του…

Είχα την τιμή να συναντήσω, την πρόεδρο του Συλλόγου Σκοταναίων κα Χρονοπούλου και τον κο Σατολιά, μέλος του Δ.Σ. αυτού, οι οποίοι μου ενεχείρησαν ένα βιβλιαράκι με ποιήματα κυρίως, του Σκοταναίου Νικολάου Σατολιά.

Στη συνέχεια παραθέτω τον πρόλογο αυτού καθώς και ενδεικτικά ποιήματά του, ως επίσης και ένα σημείωμά του στο οποίο αποτυπώνει τις γειτονιές των Σκοταναίων και εκφράζει τη μελαγχολία του για την ερήμωσή τους.

Ο Νίκος Σατολιάς, από την Κόκοβα, στο βιβλίο του «Το χωριό μας» από την ποιητική συλλογή «Ξεχασμένη άνοιξη», (αυτοέκδοση, 2022;), εκτός από τα ποιήματα τα οποία έχει καταγράψει, και στα οποία αποτυπώνει με ποιητική ευαισθησία και λυρισμό, την αγάπη για το χωριό του και τη νοσταλγία της επιστροφής σ’ αυτό – αλλά και στα άλλα χωριά -, παραθέτει, μεταξύ άλλων, και το εξής κείμενο:

«Οι γειτονιές του κόσμου.

Έγινα μοναχικός περιπατητής στους μαχαλάδες του χωριού μου, ξεκινώντας από τις απάνω Αχλάδες, εκεί στα γνώριμα μονοπάτια. Εδώ θα ήθελα να ανοίξω μια παρένθεση, τα ονόματα κάθε οικογένειας θα τα γράψω με το παρατσούκλι τους, όπως τότε, έτσι να μην ξεχνούμε τις ρίζες μας και τις παραδόσεις μας.

Ανηφόρισα λοιπόν σιγά σιγά στους Κατσουφαίους, στο πατρικό μου σπίτι, στάθηκα για λίγο ακουμπισμένος στη μάντρα, παρέα με τις μνήμες και τις θύμησες του παρελθόντος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατηφόρισα προς τους Παλιβαίους, στους Ζουρλαγκαίους, πέρασα απέναντι στα Χρονέικα και στου μπάρμπα Ανδρέα του Ζήκου … παντού ερημιά. Λύπη και στενοχώρια πλημμυρίζουν την ψυχή μου για την απουσία τόσων ανθρώπων.

Συνέχισα πιο πέρα, προς τους Μπολοτσαίους, σφραγισμένες πόρτες και παράθυρα, λες και δεν περιμένουν κανέναν. Σκεπτικός και απογοητευμένος γύρισα προς το χωριό και σταμάτησα λίγο στις Ρεβέκκας, εκεί κοντά στο βράχο, σύμβολο μιας θλιβερής και πονεμένης ιστορίας.

Άφησα τις δυσάρεστες σκέψεις πίσω μου και ανηφόρισα προς την επάνω βρύση. Κάθισα λίγο να ξανασάνω και συνέχισα προς το σχολείο. Εκεί έγινα πάλι ο μικρός με το ταγαράκι στον ώμο, τα τρύπια παπούτσια και το μπαλωμένο κοντό παντελονάκι. Έπαιξα, έκλαψα όπως τότε και ξεκινώ το σεργιάνι σε μια άλλη γειτονιά, εκεί στους Κοκορελαίους, στου Τσάλα, στου Χρόνη, στου Ασημακόπουλου, Ρηγαίους, Καφαραίους. Το μόνο που έβλεπα γκρεμισμένους τοίχους, γκρεμισμένους φούρνους, κήπους και αυλές γεμάτα αγριόχορτα που σκέπαζαν πόρτες και παράθυρα. Απελπισία, πίκρα και ερωτηματικά … γιατί κατάντησαν έτσι οι γειτονιές μας, πως έφυγαν τόσοι άνθρωποι.

Μιλώντας με τον εαυτό μου κατηφόρισα προς τους Ντρουγουταίους, Ντουμαίους πέρα στης Μιχαλιάς, στου Ντάνισκα, στου Μυλωνά, στου Βάγια, στης Πανωραίας, στου Στασινόπουλου. Όλη η διαδρομή μία απόλυτη ερημιά, μια σιωπή που σε πληγώνει και δεν σου αφήνει περιθώρια να ελπίζεις σε κάτι. Βγήκα προς την αγορά, ήθελα να πιω έναν καφέ και να ξαποστάσω για λίγο, αλλά τα καφενεία ήταν κλειστά … κάθισα για λίγο στη μάντρα της αγοράς, αγναντεύοντας τον τόπο. Μετά από λίγη ξεκούραση αναχωρώ για άλλες γειτονιές, ξεκινώντας από τους Μπουζιοταίους του Καυρήκα, Τσιμπιρδοναίους, Πυλαταίους, του Παρασκευά, του Δήμου, του Νιόνιου, του Καραγιάννη, του Αντωνόγιαννη, του Σιώπα, του Σφιρή, όλα κλειστά, όλα ερειπωμένα.

Συνεχίζω προς τα κάτω του Αίδόνη, του Σωτήρη, του Λάππα, του Μπέκου, του Πέτρου, τα Παυλέικα, Φουντοuκλαίους, του Καγιά, στου Νταφαλιά, στου Τσαϊπά, στου Μερκοκώστα, πέρασα στου Κυριακόπουλου, στου Κούνα, στου Λάγιου. Ανέβηκα προς τους Μουγκολιαίους, Γκολφιναίους, Νιαουραίους, Πλαστηραίους, τους Δεληγιανναίους. Παντού ίδια εικόνα … περπάτησα σε σοκάκια, σε ρούγες και γειτονιές, σε στράτες που κάποτε ήταν γεμάτες κόσμο. Τώρα δε βλέπω τίποτα που να μου θυμίζει αυτά τα χρόνια.

Παντού βασιλεύει απόλυτη σιωπή και ερημιά. Πόρτες και παράθυρα όλα κλειστά και άλλα τσακισμένα από τον χρόνο. Ραγισμένοι τοίχοι, αυλόπορτες μισάνοιχτες με σκουριασμένα ζεμπερέκια θαμμένα στο χώμα.

Κοιτάζω με παράπονο τα χαγιάτια μήπως και δω την κυράκα όπως τον παλιό καιρό, να κρεμάει το ρόδι, το κυδώνι, το σταφύλι στο τούλι. Μήπως τη δω να σκουπίζει με το σάρωμα την αυλή και να ποτίζει το αδύνατο γεράνι στην γλάστρα, μήπως την δω με την ρόκα της να ξαίνει το μαλλί ακουμπισμένη σε κάποιον τοίχο στο προσήλιο. Μάταια όμως, παντού σιγή, απόγνωση, ερήμωση. Περπατώ και μιλώ μόνος μου και συμφωνώ πως ο χρόνος πάντα κερδίζει.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τ’ αρχοντικά τους, τα πλούτη τους, τη γη τους. Πήγαν σ’ έναν άλλο κόσμο, πέρασαν από την πόρτα που δεν κλείνει ποτέ, εκεί στο σταυροδρόμι προς την αιωνιότητα. Δεν τους περιμένουμε, ίσως μας περιμένουν αυτοί. Θα έχουν παλιές και ωραίες ιστορίες για να μας διηγηθούν. Συνεχίζω τον δρόμο μου ψάχνοντας αυτούς που έχουν φύγει …

Δυστυχώς αυτός είναι ο νόμος της ζωής, του χρόνου, της φύσης, της ανθρωπότητας, χωρίς να μπορούμε να τον αλλάξουμε ποτέ …».

Καλοτάξιδο, και σε άλλα ανώτερα , κε Σατολιά!

Advertisement
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s