Χωριά σ’ όλη την Ελλάδα με την ονομασία Γκέρμπεσι.

Αναζητήθηκαν χωριά με την ονομασία Γκέρμπεσι σε όλη την Ελλάδα και βρέθηκαν τα εξής:

Α. Στο νομό Αχαΐας  εκτός του Γκέρμπεσι (Πρ. Ηλία), τα χωριά:

 α) Μαύρο όρος (πρώην Μέσα Γκέρμπεσι), εκεί όπου το ακρωτήριο Άραξος[1] και το χωριό ή μάλλον τον οικισμό: Τα Μαύρα Βουνά[2]που ελέγοντο και Μέσα Βουνά ή ακόμη και Βουνά του Γκέρμπεσι. Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955  (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας[3] συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …13) Ο συνοικισμός Μέσα Γκερμπέσιον της κοινότητας Παραλίμνης μετονομάζεται σε Μαύρον Όρος,

β) Παραλίμνη (Γκέρμπεσι) της κοινότητας Στριγκλέϊκων στην οποία υπαγόταν και ο συνοικισμός Βίδοβα ή Βέδοβα και μετονομάστηκαν: η μεν κοινότητα Στριγκλέϊκων σε κοινότητα Λιμνοχωρίου, οι δε συνοικισμοί Βίδοβα σε Καλαμάκι και Γκέρμπεσι σε Παραλίμνη με το Διάταγμα 1/1928 (ΦΕΚ.156/Α/19-7-1928) «Περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών». Η αναγνώριση του συνοικισμών: Βίδοβα ή Βέδοβα, Γκέρμπεσι, Καραβοστάσι και Λακκόπετρα έγινε με το Β.Δ. 4/18.8.1912, ΦΕΚ 256/1912.  Όμως όταν είχε σχηματιστεί ο δήμος Δύμης με το Β.Δ. της 8ης (20) Απριλίου 1835 – το οποίο δεν δημοσιεύτηκε στην Ε.τ.Κ. αρχικά απετελείτο από τα χωριά: Δύμη[4] [Επάνω ή Άνω Αχαϊά (158)], Γομοστό (28), Μπούκουρα(43), Αλεποχωράκι και Μέρτεζα και Πουρνάρι (26), Δράγανον (50), Βυθούλκα (39), Αλησούμπασι[5] (68), Κάτω Αχαϊά (117), Φώσταινα (114), Άρλα (137), Κράλη (73), Χαϊκάλι (61), Βεδρόνι (64), Θεριανού (88), Καμινίτσα (84), Τσουκαλά (70), Ριόλος (168), Πέτα (113), Αποστόλου (44), Καραβοστάσι, Μισοχώρι. (Ένα τμήμα του δήμου Δύμης αποτελούμενο από τα χωριά: Γομοστό, Μπούκουρα, Αποστόλου, Καραβοστάσι και Δράγανον αποσπάσθηκαν και αποτέλεσαν το δήμο Αραξίων. Διάταγμα σχηματισμού του δήμου Αραξίων δεν βρέθηκε. Από τα υπηρεσιακά έγγραφα (διορισμοί κ.λ.π.) διαπιστώνουμε ότι ο δήμος σχηματίστηκε μάλλον το 1837 και λειτούργησε μέχρι το 1840 οπότε και συγχωνεύτηκε με το Β.Δ. της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1841-ΦΕΚ.5 μαζί με τμήμα του δήμου Τριταίας, στο δήμο Δύμης). Αργότερα προσαρτήστηκαν στο δήμο Δύμης και ένα τμήμα του δήμου Τριταίας [Τριταία (Σανταμέρι), Χαντζούρι, Βελιτσαί, Μιχόϊ ή Μιχή, Πόρταις, Μονή Μαρίτσης, Μπάδα, Μωράτι] και Αγιοβλασίτικα, Στεναΐτικα, Σπολιαρέϊκα, Σουδενέϊκα, Γκέρμπεσι, Μπεδρόνι, Καρέϊκα, Μπουτέϊκα, Σκιαδέϊκα, Καραμεσηνέϊκα,  Βλαχέϊκα, Νιφορέϊκα, Λακκόπετρα, Στριγκλέϊκα, Βίδοβα ή Βέδοβα, Μανετέϊκα, Λαμπρέϊκα, Καζνεσέϊκα, Λογοθέτι, Σαγέϊκα, Γερουσαίϊκα, Μπράτι, Φράγκα, Τσάκωνα, Σπανέϊκα, Χαρμπαλέϊκα, Τσάϊλος, Μπουκουρομπέχραμα, Μέσα Βουνά, Βεσκουκέϊκα, Γκοντζολέϊκα, Καλογρηά, Καπέλη, Καράτσι, Πισωσυκιά, Σαλαμαλικέϊκα.[6].

Με το Β.Δ. 1259 ορίστηκε συνοικισμός 300 περίπου οικογενειών σκηνιτών των Ζουμπατογκερμπεσαίων λεγόμενος ώστε να αποτελέσει δήμον (1837-1840). Ο διοικητής Αχαΐας εκοπίασε να συγκεντρώσει τις ψήφους των σκηνιτών και εξελέγη δήμαρχος ο Γεώργιος.[7] Ο Βερόπουλος όπως προκύπτει από τα έγγραφα στη συνέχεια ήταν ο διαπραγματευτής των Ζουμπατογκερμπεσαίων με τη μονή Χρυσοποδαριτίσσης.

Το γεγονός όμως ότι υπήρχε διένεξη μεταξύ των Γκερμπεσαίων – Ζουμπαταίων με την Μονή Χρυσοποδαρίτισσας για τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν και τα οποία διεκδικούσαν από το Μοναστήρι, προκάλεσε την προσωρινή αναβολή του σχηματισμού συνοικισμού. Το σχετικό έγγραφο έχει ως εξής:

 « Αρ.12519                          Βασίλειον της Ελλάδος

Αθήναι τη 21 Σ/βρίου 1836

                            Η επί του Εσωτερ. Γραμματεία της Επικρατείας

                                                    Προς τον Διοικητήν Αχαΐας

Λαβόντας υπ’ όψιν την υπ αρ. 169(;) από 16 τρέχοντος αναφορά σας και τα δύο επισυναφθέντα δικαιολογητικά έγγραφα επί των οποίων επιστηρίζουν τας απαιτήσεις των οι Πατέρες της Μονής Χρυσοποδαριτίσσης, σας προσκαλούμε ν’ αναβάλητε προσωρινώς τον συνοικισμό των Ζουμπατογκερμπεσαίων εις Μαυραβουνά και Καραβοστάσι.

Θέλετε εν τούτοις εξετάση και αναφέρη εις την Γραμματείαν κάθε άλλο μέρος αδιαφιλονίκητον ημπορούν να συνοικισθούν οι σκηνίται ούτοι και αν εκτελέσθη ως προς τους λοιπούς η από 2 Ιουλίου, 1429(;) Διαταγή της Γραμματείας.

                                                       Ο Γραμματεύς

                                                       Αρ. Μανσόλας.»

 Με το Β.Δ. 2/1947 (ΦΕΚ 14/Α/18.7.1947): «Οι συνοικισμοί «Παραλίμνη» και «Μέσα Γκέρμπεσι», αποσπώμενοι της, εις νυν υπάγονται Κοινότητος Λακκόπετρας, εν τη επαρχία Πατρών και τω νομώ Αχαΐας, αναγνωρίζονται εις ιδίαν Κοινότητα, υπό το όνομα «Κοινότης Παραλίμνης» με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν, εν τη κοινή Επαρχία και τω αυτώ Νομώ.». Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 18/5/1956 (ΦΕΚ. 125/21.5.1956) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …3) Ο συνοικισμός Παραλίμνη της κοινότητας Παραλίμνης μετονομάζεται Άραξος και η ομώνυμη κοινότης Αράξου.

Το Γκέρμπεσι αυτό το 1879 είχε 317 κατοίκους, το 1889 είχε 187, το 1896 είχε 185 και το 1907 είχε 205 κατοίκους.

Σύμφωνα με χειρόγραφη σημείωση του Ευστρατιάδη Παν. (1815-1885) τα χωριά Γκέρμπεσι και Καραβοστάσι αναφέρονται ως Καραβοστάσι, είχαν από 60 οικογένειες και ήσαν αρβανιτοχώρια: «…Καραβοστάσι του οποίου ο κάτοικος Καραβοστασίτης με 60 οικογένειες Αλβανών, Γκέρμπεσι  του οποίου ο κάτοικος Γκερμπεσιώτης με 60 οικογένειες Αλβανών. Τα δύο ομού λέγονται Καραβοστάσι…»

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών με την ονομασία Γκέρμπεσι κατέβηκαν εκεί πριν το 1821, από το ορεινό χωριό Γκέρμπεσι του Παναχαϊκού της επαρχίας Καλαβρύτων. Αρχικά αναφέρεται ότι ήταν ένα χωριό αλλά στη συνέχεια χώρισε σε δύο: στο μέσα Γκέρμπεσι (εντός των βουνών) και το έξω Γκέρμπεσι κοντά στο αεροδρόμιο και το φρούριο ή Κάστρο της Καλογριάς το οποίο βρίσκεται σε κρημνώδη βράχο Ν.Α. των Μαύρων Βουνών. Το προσδιοριστικό «Μέσα» ή «Έξω» έχει προέλθει από την τοποθεσία, ενώ το «Γκέρμπεσι» έχει την ίδια προέλευση του πατρικού χωριού του δήμου Λαπαθών. Από το 1830 είχε συσταθεί οικισμός μόνιμος επί εκτάσεως της μονής Χρυσοποδαριτίσσης στον οποίο και πριν το 1830 παραχείμαζαν τα κοπάδια τους ποιμένες οι οποίοι είχαν κατέβει από τα Ζουμπατοχώρια ή Αρβανιτοχώρια και από το Γκέρμπεσι του Παναχαϊκού, από το οποίο και πήρε την ονομασία του ο οικισμός αυτός, γιατί οι κάτοικοί του ήσαν περισσότεροι Γκερμπεσιώτες. «Με έγγραφο εκ Πατρών της 13 Μαΐου 1836, η μονή Χρυσοποδαριτίσσης διαμαρτύρεται διότι τας γαίας της μονής εις Καραβοστάσι και Μαύρα Βουνά, τας οποίας αύτη εξεμίσθωνε εις Ζουμπατογκερμπεσαίους ποιμένας προς βοσκήν, ούτοι τας οικειοποιούντο. Μακρά διεξήχθη, αλληλογραφία δια τούτους μέχρι το 1836, καλλιεργούντας τας γαίας με ίδιον αυτών σπόρον και βούς κ.λ. Το αληθές είναι ότι και πριν το της επαναστάσεως οι εκ των ορεινών τούτων χωρίων Ζουμπάτας[8] και Γκέρμπεσι εγκαθίσταντο ιδίως τον χειμώνα εις τα κτήματα της μονής, από του 1830 όμως εγκατεστάθησαν μονίμως και εκαλλιέργουν αυτά. Εις συμβόλαιον 1996/1915 εκτίθεται ότι εις Γκέρμπεσι η μονή είχεν έκτασιν 20 έως 25 χιλιάδες στρεμμάτων. Επικαρπωταί είναι οι κάτοικοι Γκέρμπεσι. Εις Καλογριάν είχε δύο ναούς, Αγ. Αθανασίου και Παναγίας…Μακροί και επίμονοι ήσαν οι αγώνες της μονής, μετά την απελευθέρωσιν κατά των εκ του Παναχαϊκού κατελθόντων από Τουρκοκρατίας εις την παρά τον Άραξον και Δύμην κτηματικήν περιουσίαν της μονής, Γκερμπεσαίων και Ζουμπάτας ιδίως… »[9].  Η μονή φέρεται να είχε και λουτρά εις Γκέρμπεσι «διεκδικούσα επ’ αυτών δικαιώματα παρά των λατόμων..».[10]  Ο Pouqueville (περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1816) καθορίζει τα Ζουμπαταίϊκα κοντά στον Λάρισον ποταμό με καλύβες σκεπασμένες μόνο με καλάμια. Ο Gell (γύρω στα 1805;) αναφέρει ότι οι κάτοικοι του Γκέρμπεσι που ήτο πλησίον των Μαύρων Βουνών ζούσαν σε καλύβες (σκηνίται)[11]. Ο ενετός προνοητής μέχρι το 1690 στην Πελοπόννησο, Κορνέρ μας πληροφορεί από εκθέσεις που έστελνε στους ενετούς ότι «είχαν εγκατασταθεί με ενέργειές του χίλιοι Λιδωρικιώτες στα Μαύρα Βουνά-…περιοχή η οποία ήταν έρημη και ακαλλιέργητη..».[12] Στην απογραφή Grimani (1700) στο Territorio di Patrasso αναφέρονται τα Calivia di castello = Καλύβια του κάστρου ή Λιδωρικιώτικα καλύβια με 61 οικογένειες και 200 άτομα πληθυσμό.

Τον Ιανουάριο του 1823, «εν μέσω βαρυτάτου χειμώνος», επέστρεψαν οι Πελοποννήσιοι αρχηγοί, οι οποίοι είχαν περάσει στο Μεσολόγγι, μέσα από την «παράλιον θέσιν των Μαύρων Βουνών» και εφιλοξενήθηκαν από τους Γκερμπεσαίους, από τους Ζουμπαταίους  Νενέκο, Σαγιά κ.λ. Ήσαν περί τους 1000.[13]

Τα Μαύρα Βουνά ήσαν τόπος όπου έβγαιναν τα καΐκια και εφοδίαζαν με τρόφιμα. Ο Ιωάνν. Κολοκοτρώνης, εκ Χαλανδρίτσης την 4/10/1824 γράφει: «…και μας γράφεις ότι ο κ. Καραβίας μας έστειλε ένα καΐκι με γαλέτα δια να έβγη εις τα Μαύρα Βουνά (Άραξον) και εκεί να υπάγουν τα ζώα να το φορτώσουν, όπου έως ήδη δεν είδομεν τίποτες…»[14] και «…Τούρκοι καίουν και τα Μαύρα Βουνά και Πάτρας…(Σ. Κουγέας…)…»[15]. Στις 6 και 9 Ιουνίου 1824 αναφέρει ο Ανδρ. Καλαμογδάρτης ότι έγιναν δύο επιδρομές Τούρκων από το φρούριο των Πατρών: «Εις τας 6 (Παρασκευή) τρέχοντος πολλά πρωί έφθασαν εις πεδιάδα του Καραβοστασίου, χωρίον των Πατρών, διακόσιοι Τούρκοι έφιπποι από τας Πάτρας, κεφαλή των οποίων ήταν ο Δελήμπασης. Εις την ειρημένην πεδιάδα ευρήγκαν τον γεναιότατον χιλίαρχον Δημήτριον Νενέκον με δεκαπέντε στρατιώτας και αμέσως άρχισε η μάχη. Αυτοί οι ολίγοι Έλληνες, μη ημπορώντας ν’ ανθέξουν εις την πεδιάδα, ετράπησαν εις φυγήν πλην και εις τον δρόμον επολεμούσαν, διότι εσκοτώθηκαν εκ των ημετέρων τρεις και οι λοιποί επήγαν εις Μαύρην Μύτην (του Αράξου), απoυ και εστάθησαν, επολέμησαν ώρας τέσσαρες, εφόνευσαν εκ των Αγαρηνών τέσσαρους και ελάβωσαν περισσοτέρους, τότε ανεχώρησαν και έμειναν οι Έλληνες ελεύθεροι, οι οποίοι και επήγαν εις το Φιλοκάλι (μονήν παρά το Ριόλον). Εις τας 9 (Δευτέρα) του ιδίου μηνός επήγε πάλιν ο ίδιος Ντελήμπασης με διακοσίους εφίππους και άλλους πεζούς εις την ειρημένην Μαύρην Μύτην, έχοντας δύο λαντζόνια εις το παράλιον, και μη ευρίσκοντες κανένα Έλληνα επήγαν εις το χωρίον Καραβοστάσι, επυρπόλησαν έν μαγαζί και εν οσπήτιον, κατακαίοντες και όλα τα θερισμένα γεννήματα των Ζουμπαταίων (των εγκατεστημένων εις Μαύρα Βουνά). Έπειτα ηκολούθησαν τον δρόμο των Μαύρων Βουνών, πλην εκεί ευρήκαν τους Γκερμπεσαίους (τους του χωρίον Γκέρμπεσι) και τους αντιστάθηκαν, εμποδίζοντες κάθε φοράν…Τη 14η Ιουνίου 1824 εκ Γαστούνης»[16]

Ο Χρήστος Π. Κορύλλος (Χωρογραφία της Ελλάδος – Αθήνα 1903) αναφέρει το Κέρπεσι του Δήμου Δύμης ότι τότε (1903) είχε 185 κατοίκους, «… απέχει από της Κ. Αχαΐας 2 ώρας και οικείται υπό Αλβανών. Κείται παρά τα Μαύρα Βουνά εφ’ ων υπάρχουσι ερείπια Φραγκικού φρουρίου ή πύργου…»

Ο δήμος Δύμης σύμφωνα με τον Μιχ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, Αθήναι 1973, λειτούργησε από το 1836 έως το 1912.

 γ) Αγριλιά (τέως Γκερμπεσαίϊκα), χωριό ή μάλλον οικισμός που βρίσκεται σε υψόμετρο 180 μ. και ένα μέρος του (Στεφάνη) βρίσκεται στη θέση Κόλλημα της κοινότητας των Βραχναιΐκων και το υπόλοιπο πλησιέστερα στην κοινότητα Βασιλικού πρώην Μπρακουμαδιού[17] όπου και ανήκει. Η Στεφάνη που είναι οικισμός από το 1955 των Βραχναιΐκων είχε το 1971 163 κατοίκους, πριν λεγόταν Γκερμπεσαίϊκα και είχε το 1940  94 κατοίκους και το 1951  188 κατοίκους.[18] Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955  (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …3) Ο συνοικισμός Γκερμπεσαίϊκα της κοινότητας Βασιλικού μετονομάζεται σε Αγριλιά. 4) Οι συνοικισμοί Γκερμπεσαίϊκα και Δρεσθενά της κοινότητας Βραχναιΐκων, μετονομάζονται, ο μεν πρώτος Στεφάνη, ο δε δεύτερος Σταυρός. Η κοινότητα Βασιλικού με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ. 244/Α/ 4.12.97) καταργήθηκε και εντάχθηκε στο δήμο Φαρών του νομού Αχαΐας. Ο Συνοικισμός μετονομάστηκε σε Αγριλιά λόγω του  «μικρού γήλοφου που υψωνόταν εκεί και λεγόταν Αγριλιά». Οι κάτοικοι του οικισμού αυτού έχουν κατέβει από το πατρικό χωριό Γκέρμπεσι του Παναχαϊκού της επαρχίας Καλαβρύτων και ορισμένοι (όσοι εγκαταστάθηκαν πλησιέστερα των Βραχναιΐκων)  προέρχονται από το Βραχνί των Καλαβρύτων.[19] Στην αρχή, ίσως προ της επαναστάσεως του 1821 διότι τότε διευκόλυνε την κάθοδό τους η παρουσία των κλεφτών στην περιοχή που ήσαν ο φόβος και τρόμος των Τούρκων, κατέβαζαν τα κοπάδια τους στο μέρος αυτό, μόνο τον χειμώνα, επειδή ήταν κοντά στο βουνό «Ρίζα» και ήταν και υπήνεμο, και έμεναν σε καλύβες. Την Άνοιξη οδηγούσαν τα κοπάδια τους πάλι στο Γκέρμπεσι «στα βουνά» όπως έλεγαν. Σιγά – σιγά μετά την απελευθέρωση άρχισαν ν’ ασχολούνται με την γεωργία, να χτίζουν φτωχικά σπίτια και κάποιοι απ’ αυτούς να παραμένουν και το καλοκαίρι. Τα παιδιά τους αρχικά και μέχρι να ιδρύσουν σχολείο το 1952, τα έστελναν στο σχολείο του Μπρακουμαδιού.  Στην μία πλευρά του οικισμού Αγριλιά μένουν οι Κορδαίοι και οι Σκονδραίοι, ενώ στην άλλη πέρα από το λαγκάδι οι Κολλιέοι και ακόμη μακρύτερα οι Στρατικέοι και οι Πλωτέοι, που είναι και οι κυριότερες οικογένειες του συνοικισμού. Το 1965 βγάζουν το νερό στα σπίτια με προσωπική εργασία των κατοίκων και με μέριμνα της δασκάλας τότε του σχολείου Παν. Λάζαρη. Το 1967-1972 ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος από την Αγριλιά έως το Βασιλικό.

Η κύρια εκκλησία της Αγριλιάς είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος που χτίστηκε περί το 1970 και βρίσκεται πλησίον του κεντρικού δρόμου και απέναντι από το μοναδικό δημοτικό σχολείο, το οποίο χτίστηκε μετά το 1960, ενώ πριν ο εκκλησιασμός γινόταν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε κατά τα τελευταία προπολεμικά χρόνια από τους κατοίκους των οικισμών «Πετσακίτικα» και «Γκερμπεσέϊκα» (ενορία Νεράγκαθου, ονομασία που δόθηκε εκ της πηγής του «Νεράγκαθου» που υπάρχει στα ΝΑ του ενοριακού Ναού), η οποία τώρα λειτουργεί σαν εκκλησία του παραδίπλα της ευρισκομένου νεκροταφείου στην άκρη του οικισμού. Ο ναός αυτός του Αγίου Νικολάου στέγασε και το νεοϊδρυθέν Δημοτικό Σχολείο  κατά τα έτη 1950-1960. Εφημέριος εις την ενορία αυτή για πολλά χρόνια ήταν ο παπαΑναστάσης ή παπαΓατομάτης (Αναστάσιος Παπαγεωργίου). Η πανήγυρις της ενορίας του Αγίου Κωνσταντίνου πλέον, γίνεται του Αγίου Νικολάου στις 10 Μαΐου και όχι του Αγίου Κωνσταντίνου στις 21 Μαΐου. Η περιοχή του Νεραγκάθου καθώς και τα Πετσακίτικα ήταν περιοχή σταφιδοφυτειών η οποία μεταπολεμικώς σχεδόν ερημώθηκε.

Β. Στο νομό Καρδίτσης το Καρποχώρι (πρώην Γκέρμπεσι). το οποίο σύμφωνα με την απογραφή του 1981 είχε 1115 κατοίκους και βρίσκεται σε υψόμετρο 118 μ. Το Γκέρμπεσι αυτό ανήκε στο δήμο Καλλιφωνίου ο οποίος σχηματίστηκε με το Β.Δ. της 31ης Μαρτίου του 1883 (ΦΕΚ 216/7.8.1883) στο νομό Τρικάλων στην επαρχία Καρδίτσης. Ο δήμος Καλλιφωνίου πήρε το όνομά του από το ομώνυμο όρος και χωριό και κατατάχτηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 276 κατοίκους και έδρα το Καλλιφώνι. Αρχικά συστάθηκε από τα χωριά: Καλλιφώνι (430), Παλιούρι (250), Λουτρός (210), Κουβανάδες (255), Ζαρχανάδες (213), Γκέρμπεσι (373)-(Το 1896 είχε 477 και το 1907 είχε 427 κατοίκους), Ντελή Βελή (111), Ζαΐμι (199), Κασνέσι (293), Κασνέσι-Μαγούλα (276), Φίλια (206). Μεταγενέστερα προσαρτήστηκε η Παναγία Φανερωμένη. Με το Β.Δ. της 9ης Μαΐου 1904 (ΦΕΚ105) μετατέθηκε η έδρα του δήμου από το χωριό Καλλιφώνι στο χωριό Κασνέσι γιατί το δημοτικό συμβούλιο γνωμοδότησε και αιτιολόγησε ότι η  θέση του χωριού Κασνέσι είναι στο κέντρο του δήμου σ’ αντίθεση με το χωριό Καλλιφώνιο που ήταν στην άκρη του δήμου.[20]

Ο δήμος Καλλιφωνίου Καρδίτσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, Αθήναι 1973, λειτούργησε από το 1883 έως το 1912.

Ο νομός Λαρίσης που περιελάμβανε τις επαρχίες: Λαρίσης, Δομοκού και Φαρσάλων, Αγυιάς, Τιρνάβου, Αλμυρού και βόλου, ο νομός Τρικάλων που περιελάμβανε τις επαρχίες Τρικάλων, Καλαμπάκας και Καρδίτσης (όπου και το χωριό Γκέρμπεσι, στο δήμο Καλλιφωνίου), καθώς και ο  νομός Άρτης που περιελάμβανε τις επαρχίες Άρτης και Τσουμέρκων, προσαρτήθηκαν εις το Ελληνικόν κράτος με τον Νόμο ‘Μ΄ Της 19-3-1882 «Περί εισαγωγής της ελληνικής νομοθεσίας εις τας άρτι προσαρτηθείσας Θεσσαλικάς και Ηπειρωτικάς επαρχίας» (ΦΕΚ 16/20.3.18882).

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δήμος Καλλιφωνίας υπήρχε και στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας, όπου και το ομώνυμο χωριό Καλλιφώνιο, στην ίδια δηλαδή επαρχία όπου υπήρχε ο δήμος Λαπαθών όπου και υπαγόταν το χωριό Γκέρμπεσι της επαρχίας αυτής. Επίσης το χωριό Κασνέσι υπήρχε και στον νομό Αχαΐας. (Περί της ονομασίας αυτών θα γίνει αναφορά στη συνέχεια).

Γ. Στο νομό Αργολίδος η Μιδέα (πρώην Γκέρμπεσι ή Κέρμπεσι) η οποία σύμφωνα με την απογραφή του 1981 είχε 459 κατοίκους και βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μ. Σύμφωνα με το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1833-1912, του Ελευθερίου Σκιαδά, αυτό το Γκέρμπεσι ή Κέρμπεσι ήταν ένα από τα χωριά που συνέστησαν αρχικά το δήμο Μιδέας.[21] Ο δήμος Μηδείας[22] που είναι η προηγούμενη ονομασία του δήμου Μιδέας σχηματίστηκε με το Β.Δ. της 28ης Απριλίου (10 Μαΐου) 1834 (ΦΕΚ 19) «Περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», ως δήμος της επαρχίας Ναυπλίας. Κατατάχτηκε στη γ΄ τάξη, με πληθυσμό 699 κατοίκους και έδρα το χωριό Μήδεια (Μπέρμπακα). Ο δημότης ονομάστηκε Μηδεάτης. Αρχικά συστάθηκε από τα εξής χωριά: Μήδεια (Μπέρμπακα) (320), Πουλακίδα (98), Δέντρα και Μάνεσι (130), Γκέρμπεσι ή Κέρμπεσι (100)-(Το 1879 είχε 204 κατοίκους, το 1889 είχε 240, το 1896 είχε 304 και το 1907 είχε 328 κατοίκους),  Παναρίτη (50), Μαριανό, Μονή Αγίου Θεοδοσίου (1).  Στη συνέχεια έγιναν και άλλες προσαρτήσεις όπως του δήμου Προσύμνης, του δήμου Αραχναίου κ.λ.

Ο δήμος Μηδείας ή Μηδέας σύμφωνα με τον Μιχ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, Αθήναι 1973, λειτούργησε από το 1836 έως το 1912.

Η αρχική σφραγίδα του δήμου Μηδείας ήταν κυκλική χωρίς έμβλημα[23].

 Κατόπιν γνωμοδοτήσεως του αρχαιολόγου Π. Ευστρατιάδη μετονομάστηκε σε δήμο Μιδέας. Σύμφωνα με τα γραφόμενα στις σημειώσεις του, η μετονομασία στηρίζεται στην αναφερόμενη υπό του Στράβωνος στα «Βοιωτικά» Μίδεια. Σύμφωνα με τον Ιωάννη  Ε Πέππα: Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδας, Αρχαίας Κορινθίας και Αττικής-Αθήνα 1990: «Ο οικισμός Γκέρμπεσι (Μιδέα) είναι κόμβος δύο οδών προς το Χέλι (Αραχναίον) μέσω της ιεράς μονής Ταλαντίου και νοτιότερα μέσω Αμαριανού. Η στρατηγική θέσις ανεγνωρίσθη από τους προϊστορικούς χρόνους και εξησφαλίσθη με το φρούριον «Παλαιόκαστρον» της Μιδέας. Οι σημερινοί κάτοικοι προέρχονται από τις Λίμνες και από άλλα μέρη, και γνωρίζουν τα αρβανίτικα. Επί τουρκοκρατίας υπήρχε αγάς[24], σώζεται και η διώροφος κατοικία του πλησίον του κοινοτικού γραφείου. Το Γκέρμπεσι δεν το αναφέρει η Βενετική απογραφή του 1700 ούτε το Territorio Άργους ούτε εις το αντίστοιχο του Ναυπλίου. Από τον Πουκεμβίλ (1816) μνημονεύεται Γκέρμπεσι Χαϊδάρι (Δρέπανον). Προφανώς αναγράφει το άλλο  Γκέρμπεσι βορείως του Δρεπάνου παρά την Αγία Παρασκευή. Το Γκέρμπεσι των Δρεπανοχωρίων προήλθε από το Γκέρμπεσι του Αραχναίου, τη Μιδέα και μνημονεύεται από τη Βενετική απογραφή του 1700, τον Πουκεμβίλ κατά το 1814 αλλά και την Ελληνική απογραφή του 1830. Το Γκέρμπεσι (Μιδέα) εγκατελήφθη προ του 1700 και παρέμεινε ως εδαφονύμιον ως το 1700 και μεταγενέστερον  έως και μετά το 1816 εποικισθέν εσχάτως. Το είχε οικίσει  ο Νέριος Ατζεόλι και παρέμειναν εκεί οι κάτοικοι μάλλον μέχρι τον Τουρκοβενετικό πόλεμο, οπότε αναγκάστηκαν να μετοικίσουν προς την Ναυπλία και να εγκατασταθούν στο Δρεπανοχώρι που ονόμασαν και πάλι Γκέρμπεσι. Η χρονολογία εγκατάστασης στα εδάφη του Νερίου πρέπει να είναι μεταξύ του 1383-1385. Το συμπέρασμα είναι ότι το Γκέρμπεσι (Μιδέα) αρχικώς εποικίσθη από την ομώνυμον πατριάν εκ της Αχαΐας κατά την εποχή της Βενετικής προσκλήσεως 1399 ή επικρατέστερον από τον Νέριον δι εποίκων προερχομένων από τα δύο Γκέρμπεσι της περιοχής νοτίως του Βερατίου (Αλβανία)».

Δ. Στη Ζάκυνθο. Υπήρχε χωριό Γκέρμπεσι στην Ζάκυνθο.

Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Αυτό το Γκέρμπεσι πήρε την ονομασία του από τον Πέτρο Γκέρμπεση ο οποίος πήγε στην Ζάκυνθο το 1507 ύστερα από προτροπή της βενετικής εξουσίας και κατέλαβε ένα μέρος των Χινιανών πλησίον των Ευτυχίδων. Σήμερα υπάρχει τοποθεσία με το όνομα αυτό στην περιοχή του χωριού Μαχαιράδο κοντά στο χωριό Βουγιάτο της Ζακύνθου. Ο συνοικισμός ή το χωριό Γκέρμπεσι της Ζακύνθου είχε το 1516,  27 οικογένειες και το 1525, 143 κατοίκους. Το χωριό αυτό υπήρχε το 1590, αλλά δεν υπάρχει σήμερα όπως προελέχθη. Το χωριό Γκέρμπεσι κατεστράφη τελείως υπό των πειρατών.  Η οικογένεια Γκέρμπεση πιθανόν να μετανάστευσε στην Ζάκυνθο από το Γκέρμπεσι των Καλαβρύτων. Αναφέρεται και άλλη οικογένεια Κέρμπεση το 1883 στη Ζάκυνθο ως επίσης και παρώνυμο Λαχανάς οικογένειας Γκέρμπεση το 727. Επίσης αναφέρεται στο ίδιο Λεξικό ότι στο Γκέρμπεσι Ζακύνθου υπήρχε ναός του Αγίου Ανδρέα που ανήκε το 1749 εις κάποιον Ν. Ρωμιόπουλον.

«…Επίσης και στη Ζάκυνθο όπου αυτούσια πλείστα όσα «αλβανικά» οικογενειακά ή τοπικά ονόματα όπως: Κούκεσι, Μπελούσι, Λαγανά, Ρωμήρι, Γκέρμπεσι, Μπουγιάτο, Μπόχαλι, Στράνη κ. ά. χωρίς να υπάρχουν αλβανόφωνοι, όπως και στην Κέρκυρα και Κεφαλληνία, ενώ έξω από την Αθήνα μάλιστα υπάρχουν ακόμη τέτοιοι…»[25].

Όπως από το, με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1504, έγγραφο που από τα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας του Κ. Σάθα αντέγραψα, προκύπτει ότι ο Capo Pietro Gerbesi (επί κεφαλής Πέτρος) ήταν ένας από τους 27 αρχηγούς που με σθένος και χωρίς μισθό έφεραν σε πέρας τον πόλεμο στη Νεάπολη της Ιταλίας και σύμφωνα με την απόφαση της Συγκλήτου έπρεπε ν’ ανταμειφθούν.

 Όπως είναι γνωστό[26] στο βασίλειο της Νεαπόλεως Πελοποννήσιοι Στρατιώται αλλά και Κρήτες πολέμησαν το 1499 κατά των Γάλλων. Επομένως πριν το έτος αυτό (ίσως το 1479 με την εκδίωξη των Στρατιωτών από την Πελοπόννησο) ο Στρατιώτης Πέτρος Γκέρμπεσης ή πρόγονοί του, είχαν μεταβεί στην Ιταλία και πιθανόν απ’ εκεί να επέστρεψε στην Ζάκυνθο όπως αναφέρει ο Λ. Ζώης.

(Πηγή: Αθανασίου Δ. Τζώρτζη: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες, Αθήνα, 2003).


[1] «…κοντά στην ακτή του (Αράξου) και προς τα νότια υπάρχουν σκοτεινόχρωμοι λόφοι (Μαύρα Βουνά) με ψηλότερο το Μαύρο Βουνό, που απέχει τρία μίλια από τον Άραξο και σηκώνεται 243 μέτρα πάνω από τη θάλασσα…» (Σ. Ν. Θωμόπουλου – ως άνω).

Σύμφωνα με τον Παν. Καράμπελα: « …Τα Μαύρα Βουνά είναι τα όρη του ακρωτηρίου Άραξος. Πιθανόν εις την αρχαιοτάτην εποχήν να ελέγετο το όρος τούτο Αρύμνιον. Ίσως όμως Αρύμνιον να ελέγετο βραχώδες άντρον κατά την δυτικήν πλευράν του όρους. Τα Μαύρα Βουνά ανήκον εις την Δύμην…»

[2] Το 1839, όπως φαίνεται από το παρακάτω μέρος του εγγράφου με αριθμό 268 που περιλαμβάνεται στη συλλογή του Άγγ. Τσελίκα: Τα Δικαιοπρακτικά έγγραφα…, υπήρχαν κτήματα της Μ. Χρυσοποδαρίτισσας στο Καραβοστάσι στα Μαύρα Βουνά.

« Δια του παρόντος μου επιτροπικού και αντιπροσωπηκού γράματος ειδοπηό ο ηποφενόμενος Παναγηότης Πριλόπουλος απω Χωρήον Πλατανο του Δήμου Νεζερόν οτί με το να ενηκύασα τα κτίματα τις μονης Χρισοπωδαρητίσης το τεμάχηον του μετοχήου Μπούγα και ληπά απω το Τρανό χωράφη εός στην Βρίχα ομίος και το τεμάχηον της σταφηδός Καραβοστάσι εις Μαύρα Βουνά μετά των απελήον και ελαιοδέντρον εις Θεριανού ος το ανα χεήρας μου υπ αρ. 34 ενηκυαστήρηον…..δια τούτο διορήζεται ος από το μέρος μου επήτροπως και αντιπροσωπός μου ος στον ηδιον εμέ ο ηγούμενος τις μονης κύρηος Νικιφόρος να διαθέσι τα ρηθεντα κτηματα ος ίθελε να του φανή αρεστόν….

Ο ενηκυαστής τον κτιμάτων τις μονής. Χρισοπωδαριτίσις, Παναγιωτίς Πριλοπλος.

Τις 22 Οκτοβρίου 1839 μαναστήριον…..»

Σε άλλο έγγραφο με αριθμό 123 που συντάχθηκε στο μοναστήρι Νεζερού την 1/3/1804 αναφέρεται η πώληση από τους μοναχούς γεννήματος από το μετόχι της μονής στα Μάβρα Βουνά (Τσελίκας).

[3] Στην αιτιολογική έκθεση του από 31/5/1909 Β.Δ. περί συστάσεως επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμιών της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών, μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:  «Εις το τοπωνυμικών της Ελλάδος πολλά και παντοειδή έχουσιν εισχωρήσει κατά τον μακραίωνα ιστορικόν βίον του έθνους ξενικά στοιχεία, εκτοπίσαντα τα παλαιότερα ελληνικά ονόματα…. τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν συναίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας, συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών, αλλά και παρέχουσι ψευδή υπόνοια της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν…Αι σημεριναί τοπονυμίαι δεν είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα,  έχουν τον λόγον των, την ζωήν των, την ιστορίαν των. Είναι συνδεδεμέναι στενώς με την μορφήν του εδάφους, με την πέριξ φύσιν, με τους κατοίκους, με την ιστορίαν. Μέρος αυτών διεσώθησαν εκ της αρχαιότητος…άλλαι είναι βυζαντιναί και μεσαιωνικαί…άλλαι είναι τουρκικαί και σλαβικαί, των οποίων ακριβώς επιδιώκεται η αντικατάστασις και άλλαι τέλος νεώτεραι ελληνικαί, άλλαι προέρχονται εκ της εθνικότητος ή της καταγωγής ή των ιδιοτήτων των κατοίκων (π.χ. Σκλαβοχώρι, Γυφτοχώρι),…και άλλαι τέλος εκ του ονόματος του άλλοτε ιδιοκτήτου του τόπου, ως του Ασλάναγα… Συμφώνως προς τα πορίσματα ταύτα, οσάκις πρόκειται περί μεταβολής ξενοφώνου ή κακοφώνου ονόματος κοινότητος ή συνοικισμού, εάν μεν είναι βέβαιωμένον ότι εκεί που έκειτο, αρχαίος ή βυζαντινός συνοικισμός η επιτροπεία αποκαθιστά το παλαιόν ιστορικόν όνομα. Όταν όμως δεν υπάρχει τοιούτον όνομα εξηκριβωμένον, τότε αντι να προβή εις την δημιουργίαν νέου, εντελώς ονόματος, πράγμα το οποίον είναι δυσκολώτατον, ζητεί να εκλέξει μεταξύ των τοπονυμιών, αι οποίαι υπάρχουσιν εντός της κοινότητοςή εις την περιοχήν αυτής και δια των οποίων ονομάζονται διάφοροι τοποθεσίαι, ρεύματα, δένδρα, αγροί, λειμώνες, βράχοι, ερείπια, κρήναι, πηγαί, εκκλησίαι κ.τ.τ. Εκ των τοπονυμιών τούτων, αι οποίαι πολλάκις είναι γραφικώταται, συνδέονται δε και με την φύσιν ή με την ιστορίαν του τόπου, δύναται να γίνει ευκολώτερον η εκλογή… »

[4] Κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου: 429-428 π.χ. αναφέρεται από τον Θουκυδίδη: «…όλοι έφευγαν (οι Πελοποννήσιοι) προς τας Πάτρας και την Δύμην Αχαΐας. Οι Αθηναίοι καταδιώκοντες, συνέλαβαν δώδεκα πολεμικά σκάφη… και οι Πελοποννήσιοι με το υπόλοιπον του στόλου των έπλευσαν ευθύς εκ Δύμης και Πατρών παραλιακώς εις την Κυλλήνην, επίνειον των Ηλείων….» (Θουκυδίδου Ιστορίαι: Μετάφραση Ελ. Κ. Βενιζέλου).

[5] Σούμπασης: (Τούρκ.), κάτοχος ζιαμετίου (στρατιωτικού φέουδου με ετήσιο εισόδημα είκοσι έως εκατό χιλιάδες άσπρα), που διοικούσε ένα στρατιωτικό τμήμα τιμαριούχων σπαχήδων και προστάτευε την τάξη στην περιοχή του. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια)    Οι κάτοχοι ζιαμετιών λέγονταν ζαΐμηδες. Στο Μορηά ο λαός τους έλεγε και σουμπασήδες. (Γεωργίου Φίνλευ: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τολίδη – Αθήνα)

[6]  Δήμος Δύμης: (βλ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1833-1912, Ελευθερίου Σκιαδά, Αθήνα 1994, Εκδοτικός οίκος: Μικρός Ρωμηός ΕΠΕ). Το έμβλημα (σφραγίδα) του δήμου Δύμης καθορίστηκε με το Β.Δ. της 3ης Νοεμβρίου 1870 (ΦΕΚ 4/1871 σελ. 30 : «…η του δήμου Δύμης εν τω μέσω μεν «νέον κρατούντα εν τη δεξιά σφενδόνη» γύρωθεν δε τας λέξεις «δήμος Δύμης»…»

[7] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ιστορικό Λεξικό της πόλεως των Πατρών.

[8] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Ζουμπάτα στην Ζάκυνθο το 1516.

[9] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[10] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[11] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[12] Σ. Ν. Θωμόπουλου: Ως άνω.

[13] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω (εξ απομνημονευμάτων Δεληγιάννη Καν.).

[14] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[15] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[16] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω επικαλ.  Κ. Κοτσώνη: Επιδρομές Τούρκων από Πάτρα εις Ηλεία…

[17] Μπρακουμάδι: είναι χωριό στην πεδιάδα του Πείρου ποταμού, ο οποίος και το χωρίζει από το άλλο χωριό Ίσαρι (Ίσωμα). Το 1828 είχε 16 οικογένειες, το 1851 31 οικογένειες και το 1889 κατοίκους 367. Το όνομα στα αρβανίτικα σημαίνει μεγαλόβρακος. Όπως αναφέρεται και στην σχετική υποσημείωση περί μονής Χροσοποδαρίτισσας: ο ηγούμενος της μονής από το Αγρίδι Καλαβρύτων και βαπτιστικός του μητρ. Γερμανού, απέκτησε μεγάλη περιουσία στα χωριά Ίσαρι και Μπρακουμάδι και όταν πέθανε το 1877, οι κληρονόμοι του είχαν μεγάλες δίκες με κατοίκους του Μπρακουμαδιού. Εις Μπρακουμάδι, ύστερα από την Τριταίαν, κατέφυγε και ο εκ Κυνουρίας σύντροφος του αρχηγού των εν Πελοποννήσω κλεφτών τον ΙΗ΄ αιώνα  Ζαχαριά, Τσαφούλιας Γεώργ. το 1806 κατά τον διωγμό των κλεφτών, εξ’ ού και το τοπωνύμιο μέχρι τις μέρες μας «στου Τσαφούλια». (Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω). Το 1879 είχε 205 κατοίκους, το 1889 είχε 285, το 1896 είχε 367 και το 1907 είχε 359 κατοίκους. Μετονομάσθηκε σε Βασιλικό το έτος 1936 και προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 διευρύνθηκαν τα όρια της κοινότητας και περιελήφθησαν εντός αυτών τα Κολλιέϊκα,  Αργιτέϊκα, Στρατικέϊκα και Πλωτέϊκα της Ενορίας Νεραγκάθου.

Για το χωριό αυτό έχει γράψει ο Χρ. Παναγόπουλος: Ιστορία του Βασιλικού Πατρών. Πάτρα, 1990. Εκεί (σελ.173, 174, 175) και οι αγωγές – αναγωγές για τα κληρονομικά  του ηγούμενου της Μονής Χρυσοποδαριτίσσης. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Παναγόπουλο ο οποίος επικαλείται τον Κων. Ξαθά (ο συγγραφέας εννοεί μάλλον τον Κ. Σάθα) κατά τον 14ο αιώνα η Αχαΐα μοιράστηκε σε φεουδάρχες. Ένας εξ αυτών στον οποίο δόθηκε το Μπρακουμάδι ήταν ο Μπρακμάδης, απ’ όπου και πήρε το όνομα το χωριό. Δεν αναφέρονται άλλα στοιχεία γι’ αυτόν. Βορειοδυτικά του χωριού Μπρακουμάδι υπάρχει τοπωνύμιο Βόλα κοντά στον Άι Λιά, στην βορινή πλευρά του. Αναφέρεται όμως και οικισμός Βόλα μεταξύ Θέας και Καλλιθεόκαμπου κοντά στη Λυσσαριά. Το χωριό αυτό (οικισμός) υπήρχε το 1836 και 1840, αναγράφεται επίσης στην απογραφή Grimani του 1700 με 4 οικογένειες και 14 κατοίκους. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Χρ. Σ. Παναγόπουλο ο οικισμός Βόλα αναφέρεται ως ίδιον χωρίον το 1697 και στο κτηματολόγιο της μονής Ομπλού το 1707. Το 1824 κατελήφθη υπό των Ελληνικών στρατευμάτων.

[18] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ως άνω.

[19] Β. Παπαγεωργίου: Βραχνί Καλαβρύτων και Βραχναίϊκα Πατρών – Πάτραι 1962.

[20] Δήμος Καλλιφωνίου : (βλ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1833-1912, Ελευθερίου Σκιαδά, Αθήνα 1994, Εκδοτικός οίκος: Μικρός Ρωμηός ΕΠΕ). Το έμβλημα (σφραγίδα) του δήμου Καλλιφωνίου καθορίστηκε με το Β.Δ. της 31ης Αυγούστου 1883 (ΦΕΚ 355 σελ. 2023 : «…ίνα η σφραγίς  του δήμου Καλλιφωνίου φέρη έμβλημα εν μέσω μεν «αηδόνα ισταμένη» κύκλωθεν δε τας λέξεις «δήμος Καλλιφωνίου»…». Η απεικόνιση της «αηδόνος» σύμφωνα με τα Κορινθιακά νομίσματα. Το δημοτικό συμβούλιο είχε προτείνει ως έμβλημα της σφραγίδος «ίππον». Ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης απέρριψε την πρότασιν και κατόπιν γνωμοδοτήσεώς του επελέγη το περιγραφέν έμβλημα.

[21] Το όνομα Μιδέα προήλθε από την ομώνυμη αρχαιότατη πόλη της Αργολίδος.

Ο Παυσανίας στα «Κορινθιακά» αναφέρει: «Όταν ακολουθήσετε κατόπιν την μεγάλην οδόν, θα ιδείτε αριστερά την Μήδειαν. Εκεί λέγουν εβασίλευσεν ο Ηλεκτρύων, πατήρ της Αλκμήνης. Σήμερον δεν απομένει άλλο τι από την Μήδειαν πλην του εδάφους όπου ήτο κτισμένη». Σχετικά με την Μήδεια, ο μεταφραστής Δημ. Λαμπίκης αναφέρει: «Μήδεια και Μιδέα: αρχαιοτάτη πόλις παρά την Ναυπλίαν. Όρα Απολλοδώρου Φραμμ.4 και Στράβωνος 4. Κατά τα τελευταία έτη ευρέθη εν Μιδέα (παρά το χωρίον «Δενδρά») θολωτός τάφος περιέχων σπουδαιότατα χρυσά και αργυρά κοσμήματα μυκηναϊκής εποχής, αντικείμενα νυν εν προθήκη της Μυκηναϊκής αιθούσης του Εθνικού Αρχαιολ. Μουσείου.» Σε σχόλιο στα «Ηλειακά» αναφέρεται: «Η Μίδεα, Μιδέα, Μίδεια, ήτο παρά την Τίρυνθα, κατεστράφη δε υπό των Αργείων μετά τα Περσικά. Ερείπιά της σώζονται παρά το σημερινόν χωρίον Μπέρπακα της Ναυπλίας»

[22] Το όνομα Μηδεία προήλθε μάλλον από τη Μήδεια, κόρη του Αιήτου βασιλέως της Κολχίδος.

[23] Το έμβλημα επέλεξε ο ίδιος ο Ευστρατιάδης και καθορίστηκε με το Β.Δ. της 5ης Ιουνίου 1871 (ΦΕΚ 4 σελ.331): «…ίνα ο δήμος Μηδείας μετονομασθεί Μιδέας, η δε σφραγίς  αυτού φέρει έμβλημα εν τω μέσω μεν «κεφαλήν ίππου» γύρωθεν δε τας λέξεις «δήμος Μηδέας»…»

[24] Αγάς: «Άρχοντας, κύριος», αρχιυπηρέτης αρχοντικού σπιτιού. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια)

[25] Σπύρου Στούπη ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ – ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ (Εκδόσεις: Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών Ιωάννινα 1976), σελ. 203.

[26] Κ. Σάθα: Έλληνες Στρατιώται…

This entry was posted in Ιστορία and tagged , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε