Το Γκέρμπεσι αν το δει κανείς μεμονωμένα ίσως να μην διαπιστώσει μεγάλες επαναστατικές περγαμηνές το 1821. Διαδραμάτισε όμως σημαντικό ρόλο και συνέβαλλε θετικά στις προσπάθειες για την απελευθέρωση σαν μέλος της ομάδας των κοντινών χωριών. Το απρόσιτο του εδάφους και το γεγονός ότι δεν αποτελούσε «πέρασμα» των εχθρικών δυνάμεων – επομένως δεν φαίνεται να έγιναν επί του εδάφους του μάχες με τους Τούρκους – αλλά ούτε και σταυροδρόμι υπήρξε, είναι οι λόγοι που δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στην ιστορία. Από αυτό όμως δεν συμπεραίνεται ότι δεν υπήρξε συμμετοχή των κατοίκων του ως επίσης και των γύρω χωριών στον Αγώνα.
Μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα από την ηρωική επαρχία των Καλαβρύτων και τις ένδοξες σελίδες που γράφτηκαν από τους κατοίκους αυτής της περιοχής, προϊόντος του χρόνου παρουσιάστηκαν σημάδια δήλωσης υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ακόμη και ομάδων που επηρέαζαν συγκεκριμένες περιοχές, κατά του καταχτητή, εναντίον του οποίου είχαν επαναστατήσει. Αυτή η υποταγή, ή το Προσκύνημα όπως καθιερώθηκε, είχε μελετηθεί από τους εχθρούς και επιδιώχθηκε με κάθε τρόπο και μέσο. Είχε σαν σκοπό να κάμψει το ηθικό των κατοίκων και να αποδοκιμάσει την επανάσταση. Στους προσκυνημένους οι Τούρκοι εξασφάλιζαν προνόμια και μεταχείριση νομιμοφρόνων υπηκόων, δίδοντάς τους το «προσκυνοχάρτι» ή ράϊ – μπουγιουρντί[1] όπως το έλεγαν. Το προσκυνοχάρτι ήταν έγγραφο πιστοποιητικό με το οποίο εφοδίαζαν οι Τούρκοι τους ραγιάδες και απεδείκνυε την εκδήλωση μετανοίας επαναστατήσαντος χωριού, ομάδος ή ατόμου προς τον καταχτητή. Τέτοια προσκυνοχάρτια δόθηκαν πολλά μετά την έναρξη της επαναστάσεως (ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είχαν προσκυνήσει) και είχαν σαν σκοπό να καταστείλουν την επανάσταση εμφανίζοντες πολλούς προσκυνημένους.
Ένα ράϊ – μπουγιουρντί που ο πασάς της Πάτρας Ντελή – Αχμέτ έδινε για μεγαλύτερη ασφάλεια είναι και το παρακάτω: «Από τον υψηλότατον Αχμέτ – Πασσά βεκίλην[2] του υψηλοτάτου Ιμβραϊμ – Πασσά, πληρεξούσιον των Οθωμανικών Δυνάμεων: Δίδεται το ημέτερον υψηλόν μπουγιουρδί μας παρά της εμής πληρεξουσιότητος επειδή ήλθον με προθυμίαν εις το μεγάλο μερχαμέτι μας, προσπίπτοντας εξ’ όλης της θελήσεώς τους, προσκυνώντας το κραταιόν Δοβλέτι[3] μας και εις ημάς, και ζητώντες παρ’ ημών το ράγι, βλέποντες λοιπόν την εμπιστοσύνην τους, όπου υπόσχονται προς ημάς, τους εδόθη το υψηλόν μας ράγι-μπουγιουρτί μας, να είναι προφυλαγμένοι τόσον από τα στρατεύματά μας, ωσάν από και κάθε εναντίον, η τιμή τους η ζωή τους και όλον το πράγμά τους ό,τι έχουν και να είναι δια πάντα κατά την υπόσχεσή τους πιστοί ραγιάδες, να δουλεύουν τον τόπον τους καθώς ως πρώτα, χωρίς να έχουν καμμίαν υποψίαν εις ότι εναντίον τους ακολουθήση από κακούς ανθρώπους και ζορμπάδας, ευθύς να δίδουν είδησιν προς ημάς, όπου να τους προφθάση και να τους φυλάξη η υψηλή ημών δύναμις, και ούτως τοις εδόθη το παρόν ράγι-μπουγιουρδί μας εις ησυχίαν, και ένδειξιν τους
9 Ιουλίου 1827, Καστέλη μωρέως.»[4]Απερίφραστα ο Κολοκοτρώνης λέει ότι όσοι οπλαρχηγοί έκλιναν προς το «Τουρκοπροσκύνημα» ήταν πρώην «καπεταναίοι των αρχόντων» δηλαδή μισθοφόροι (κάποι) των περιοχών εκείνων της Πελοποννήσου. Μέσα απ’ αυτούς προήλθαν όλοι εκείνοι που με κορυφαίο τον δευτερεύοντα οπλαρχηγό Δημ. Νενέκο[5] σκόρπισαν τον σπόρο της προδοτικής υποταγής στον Ιμπραήμ.
Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους[6] « …Στην αρχή υποτάχθηκαν οι ομοχώριοι του Νενέκου ή οι πλησιόχωροι κάτοικοι της περιοχής. Αυτοί βασικά «ήγοντο και εφέροντο υπό του Νενέκου». Αλλά και τα ελάχιστα χωριά, που αρχικά προσκύνησαν, το έκαναν εξαιτίας της τρομοκρατίας που ασκούσαν οι άνθρωποί του. «Επειδή γνώριζαν την Αλβανικήν γλώσσαν ευκόλως συνεννοούντο και εσυμβιβάζοντο με τους Τούρκους» και αυτό γιατί «εις την Πελοπόννησον καθ’ όλας σχεδόν τας επαρχίας κατοικούν προ πολλών χρόνων που μεν πολλοί, που δε ολίγοι εκ της φυλής των Αλβανών, οίτινες ακόμη και σήμερον» γράφει ο Φωτάκος … Ο Ντελή Αχμέτ πασάς που συνεργαζόταν με τον Ιμπραήμ, μεταχειριζόταν όλα τα μέσα γι αυτό το σκοπό. Έβαζε ανθρώπους του να τριγυρίζουν στα χωριά χαρίζοντας όπλα και άλλα είδη για να ενοχοποιήσουν τον πληθυσμό, ενώ ύστερα τους κατέβαζαν στην Πάτρα «και τους εσυργιάνιζαν ελεύθερα». Για τους Τούρκους είχε ιδιαίτερη σημασία ότι ο Νενέκος πριν προσχωρήσει στο δικό τους στρατόπεδο είχε υπόληψη καλού και γενναίου πολεμιστή και έχαιρε εκτιμήσεως ακόμη και από τους Αλβανούς της περιοχής. Αυτό το αυξημένο κύρος το εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί… Έτσι οι βίαια και από φόβο «προσκυνημένοι» πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια εικόνα «προδοσίας» που εκτεινόταν από την Ηλεία ως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα. Μέσα σ’ αυτές τις τρομερά αντίξοες συνθήκες …ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να εφαρμόσει μια σκληρή πολιτική εναντίον των «τουρκοπροσκυνημένων» με το σύνθημα: «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Οι αδύναμοι, άβουλοι και τρομοκρατημένοι αγρότες αντιμετώπιζαν τώρα τον ίδιο κίνδυνο, τον οποίο προσπαθούσαν να αποφύγουν με την υποταγή τους… Στις 5 Ιουνίου ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Νοταρά να κάνει ευρείες στρατολογίες …Διέταξε τους Πετμεζαίους, τον Μελετόπουλο και άλλους να συστήσουν στρατόπεδο στα Νεζερά, ενώ έστειλε και τον Σισίνη στον Πύργο και στη Γαστούνη με παρόμοιες εντολές…».
Οι καπεταναίοι που φέρεται να προσκύνησαν είναι: Ο Χαρμπίλας, ο Σαγιάς, ο Σταμάτης Μποντιώτης, ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος, ο Κωνστ. Αγιοβλασίτης, ο Κοντογεωργάκης, ο Καρασπύρος, ο Κώστας Γαρεμπενιώτης (εννοεί τον Κώστα Γκερμπεσιώτη;) κ.λ.π. Οι καπεταναίοι που μετανόησαν είναι οι: Χαρμπίλας, Σαγιάς και ο Σταμάτης Μποντιώτης. [7]
Ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του (ΙΑ΄ ΚΕΦΑΛ.), εκτός του Νενέκου αναφέρει τους: Κοντογεωργακαίους, τον Σταμάτη Μποτιώτη, τον Χαρμπίλα, τον Γκολφίνο Λουμπιστιάνο, τον Κώστα Γκερμεσιώτη, τους Αγιοβλασίτες αδελφούς Οικονομόπουλους, πολλούς Τσετσεβίτες και πολλούς άλλους. Αυτοί «απεσπάσθησαν από την συντροφίαν του (Νενέκου) και επανήλθαν ευθύς χωρίς να συγκοινωνήσουν με τους Τούρκους….. οι δε προσκυνήσαντες δεν ήσαν καθώς τινές λέγουσι, γενικώς αι τρεις επαρχίαι των Πατρών, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, αλλά μόνον ολίγα χωριά και ολίγα άτομα, και τούτο δια τον φόβο των Ζουμπεταίων, διότι τα χωριά ταύτα λέγονται Ζουμπατοχώρια, και επειδή εγνώριζαν την Αλβανικήν γλώσσαν ευκόλως συνεννοούντο και εσυμβιβάζοντο με τους Τούρκους και ευκολώτερον με τους Λαλαίους…»
Σύμφωνα με άλλον συγγραφέα[8] «στο φοβερό και αντεπαναστατικό αυτό ολίσθημα παρασύρθηκαν και άλλοι οπλαρχηγοί της περιοχής όπως: ο Κώστας Αγιοβλασίτης από τον Αηβλάση, ο Σταμάτης Μποντιώτης από τους Μποντιάδες, ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος από την Λουμπίστα ο λεγόμενος Τουρκογκολφίνος, ο Ασημάκης Σκαλτσάς από τα Σουδενά (Θεοτόκος) ο Κώστας Γκερμπεσιώτης από το Γκέρμπεσι ο Χαρμπίλας[9], ο Ιωάννης Κοντογεωργάκης από την Γουμένιτσα Καλαβρύτων, ο Σπύρος Καρασπύρος[10] από τα Τσετσεβά, και άλλοι… προσκύνησαν ομαδικά τα χωριά πίσω από τον Ερύμανθο (Βλασία, Μπούμπουκα, Μάνεσι, Ασσάνι, Σαραδί, Φλάμπουρα, Τρεκλίστρα, Ποντιάδες, Γουμένιτσα, Λαπαναγοί, Πετσάκοι κ.λ.π. και μάλιστα δεν ήσαν τα μόνα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι και άλλα προσκύνησαν και μάλιστα δώθε από τον Ερύμανθο όπως Λιβάρτζι, Λεχούρι, Μοστίτσι και τα μισά Σουδενά…Οι οπλαρχηγοί Χαρμπίλας, Σταμ. Μποντιώτης και τα χωριά … Βλασία, Μάνεσι…ξαναγύρισαν στην επανάσταση…»
Στο γεγονός της παρουσίας των Αλβανών στην περιοχή και στις βιαιότητες αυτών αναφέρεται και το παρακάτω τραγούδι, από το Λειβάρτζι των Καλαβρύτων:
Της Παναγιάς στο Νεζερό της κάνουν πανηγύρι Μαζεύετ’ η λεβεντουργιά κι ούλοι οι παληαρβανίτες Κόβοντας και σκλαβώνοντας και παίρνοντας γυναίκες….[11]Οι κάτοικοι των Νεζερών επειδή υπέφεραν από τα στρατεύματα που περνούσαν από εκεί, ως επίσης και «από τις εξορμήσεις πατριωτών γιατί είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν 80 στρατιώτες να φυλάνε το μέρος αυτό» παρεκάλεσε ο Κολοκοτρώνης προς τον οποίον είχαν κάνει έκκληση, το Υπουργείο (16.9.1825),, « να εξοικονομήσει αυτούς, μήπως εγκαταλείψουν το χωριό τους». Το Υπουργ. Πολέμου απέστειλε την αναφορά στο εκτελεστικό σώμα συνηγορώντας να μην πληρώνουν οι Νεζερίτες τα Εθνικά δέκατά εις τους ενοικιαστές, ανακουφίζοντάς τους έτσι.
Τα Νεζερά (Κάλανος) ήσαν στρατόπεδο και είχαν μεγάλη προσφορά στον Αγώνα. Οι κάτοικοί τους, ως και των γύρω περιοχών, είχαν υποστεί μεγάλες δοκιμασίες και στο παρελθόν και οι πρόκριτοι του χωριού που μεταξύ άλλων είχε μπει στο στόχαστρο του Κολοκοτρώνη έστειλαν το παρακάτω γράμμα στον Κολοκοτρώνη και τον Β. Πετμεζά.
« Εξοχώτατε Γενικέ Αρχηγέ κ. Θ Κολοκοτρώνη και στρατηγέ Βασ. Πετμεζά. Εμάθαμε το καλό σας ερχομό εις Μ. Σπήλαιο δια τούτο σας ευχαριστούμεν και εκφράζομεν την χαράν μας εις αυτήν την περίστασιν του τόπου μας και εμείς μη δυνάμενοι να βαστήξωμεν τη σκλαβιά και εγλυτώσαμε τους ανθρώπους μας και τα πράγματα κατά το παρόν δια τούτο λέγομεν δεν ηφέραμεν καμμίαν πείραξιν εις το έθνος μας, όθεν δια λόγου ακούομεν από πολλά μέρη ότι επέσαμεν εις την οργήν σας, ότι να μας αφανίσει εξ’ ολοκλήρου όπου αυτό δεν ελπίζαμεν ποτέ από την εξοχώτητά σας, εάν όμως δεν ηθέλαμεν κάμωμεν αυτήν την συμφωνίαν, ταύτην την ώραν δεν ήθελε μας μείνει τίποτα καθώς και εις πολλά άλλα μέρη έκαμε, δια τούτο παρακαλούμεν οπού να μη δοθεί αιτία του κακού εις τον αθώον λαόν και αφανιστεί διότι όταν πειραχθεί ο λαός αποφασίζει και πίπτει εις το πέλαγος, διότι εις το εξής αν ακολουθήσει και ένα εναντίον εις τον αθώον λαόν είναι εις τον λαιμόν του μεγαλύτερου. Τόσον και μένομεν μ’ όλον το σέβας. Πρόκριτοι των χωρίων τη 29.6.1827 Χωριά Σούμπασι Νεζερών Πρόκριτοι: Γιάν. Κοντογιωργάκης, Κ. Οικονομόπουλος, Καρασπύρος, Χρ. Τζέμος.» (Γ.Α.Κ Φ.199)[12]Είχαν προηγηθεί γράμματα Καλαβρυτινών που μιλούσαν για το προσκύνημα, στη Βουλή και στον Γενικό αρχηγό των Στρατιωτικών:
«.. Προς την Σεβαστή Ελληνική Βουλήν ….Ο Νενέκος με όλα τα Αρβανιτοχώρια ο Μποντιώτης Χρήστος Ψέμας και λοιποί σχετικοί των προσκύνησαν εις τον Ιμπραήμ, οίτινες έδωσαν και ομήρους….. Οι πατριώται (Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα από Λειβάρτζι, Κέρτεζη, Λεχούρι, Στρέζοβα) 21/5/1827» (Γ.Α.Κ Φ196)[13] «Προς τον εκλαμπρότατον Γενικόν Αρχηγόν των Στρατιωτικών …ο Νενέκος με όλους τους συμπαθούντες Μποντιώτες Χρήστος Τζέμος και λοιποί σχετικοί των επροσκύνησαν εις τον Ιμπραήμ οίτινες έλαβον και έδωκαν ομήρους, λοιπόν τούτων η φωνή επροξένησεν εις τους λοιπούς ολεθρίαν εντύπωσιν και ολίγον κατ’ ολίγον πηγαίνουν εις αυτόν αδιακόπως…. Οι πατριώται (Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα από Σοπωτό[14], Στρέζοβα, Λεχούρι, Κέρτεζη) 21/5/1827 Λιβάρτζι» (Γ.Α.Κ Φ196)[15] «Προς τον εκλαμπρότατον Αρχιστράτηγον πασών κατά ξηράν δυνάμεων, …Σας λέγομεν ότι ο Δημ. Νενέκος, ο οποίος άρχισεν εις μερικά χωριά της Πάτρας με μερικούς άλλους σχετικούς του Κατσαναίους, δουλικώς έκλινε τον αυχένα με τον Ιμπραήμ, αύθις έδωσεν εις αυτόν ομήρους, λοιπόν αυτή η αχρεία φωνή απέλπισεν ημάς υπέρ το δέον. Όθεν εκλαμπρότατε σας παρακαλούμεν θερμότατα να διατάξετε την Κατσάνα όσον τάχος και τας επαρχίας οι έχοντες επιρροήν δια να προφθάσουν να εμψυχώσουν τον απελπισμένον λαόν δια να λάβει όπλα εναντίον των εχθρών ει δε άλλως είμεθα κατά κράτος αφανισμένοι και ηθέλομεν κατασφαγεί αδίκως από την αιμοσταγή μάχιραν του Ιμπραήμ. Μένομεν με όλον το ευπειθές σέβας. Οι ευπειθείς (Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα) 21/5/1827 Λιβάρτζι» (Γ.Α.Κ.Φ198)[16]Ακολούθησε το παρακάτω έγγραφο του Βασ. Πετμεζά στη Βουλή:
«…Προς το Σεβαστόν Βουλευτικό Σώμα, Και εις τας 29 του παύσαντος Ιουνίου δια ταπεινής μου αναφοράς προς το Σον Σώμα εκτάνθηκα όλα τα ενταύθα τρέξαντα και ήδη λοιπόν χρέος μου απαραίτητον σας ειδοποιώ…Και πρότερον επέστησα προς το Βουλευτικόν Σώμα ότι οι πρωταίτιοι υπαρχαί ο Νενέκος και λοιποί Αρβανιτοχωρίται των Πατρών με τον Καρασπύρον Νεζερίτην, Οικονομόπουλους Αγιοβλασίτας, Κοντογιωργακόπουλοι Λαπαναγίτες, Πανάγος Χρήστος Γουμετσάνος, Μποντιώτης[17] Σταμάτης και λοιποί των χωρίων αυτών. Μετ’ αυτούς άλλοι και με τους υπό την οδηγίαν τους πολεμούμενοι εις τον Άγιον Βλάση και με τους Τούρκους… Ευπειθέστατος Πατριώτης Βασ. Πετμεζάς Τη 13 Ιουλίου 1827 Διάσελα Λεχουρίου (Γ.Α.Κ.Φ200)»[18]Ύστερα από τα παραπάνω ο Θ. Κολοκοτρώνης ανέθεσε την εκτέλεσιν του Νενέκου εις τον Σαγιάν, αδελφό του δολοφονηθέντος υπό του προδότου, η οποία και επραγματοποιήθη το 1828.
Δεν αναφέρεται, απ’ όσα τουλάχιστον στοιχεία μας είναι γνωστά, ότι το Γκέρμπεσι προσκύνησε τον Ιμπραήμ. Άλλωστε το ότι αναφέρεται στα πληγέντα από τον Ιμβραήμ χωριά – όπως παρακάτω αναγράφονται – ενισχύει αυτή την άποψη, δεδομένου ότι τα χωριά που είχαν προσκυνήσει ετύγχαναν ευνοϊκής μεταχείρισης από τον καταχτητή.
(Θανάσης Τζώρτζης: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες). =======================================================