Περί Μπουαίων [1].

Παλαιότερα στην κοινωνία των Αρβανιτών σημαντική θέση κατείχαν οι φάρες[2]. Αυτοί που τις αποτελούσαν είχαν φροντίσει λόγω του πλούτου, της αριστοκρατικής καταγωγής τους αλλά και δια των όπλων, να συγκεντρώνουν γύρω τους ξεχωριστές ομάδες λαού στις οποίες επέβαλαν πειθαρχία, υποταγή, ακόμη και εξουσιαστική συμπεριφορά. Κάθε φάρα είχε τη δική της μάζα λαού. Οι φάρες διατηρούσαν από γενιά σε γενιά τη συγγενική συνοχή και αναγνώριζαν τον γηραιότερο ή ικανότερο για αρχηγό τους. Κάθε μία είχε το δικό της αρχηγό και το οικογενειακό της όνομα. Μία από αυτές τις φάρες ήταν η των Μπουαίων.

Οι Μπουαίοι είχαν έδρα το Δυρράχιο αλλά η επιρροή τους επεκτεινόταν σε όλη τη Β. Αλβανία και μια περιοχή γύρω από τη Σκόδρα λεγόταν Μπούαινα και σήμερα το ποτάμι που τη διασχίζει λέγεται Μπουγιάνα. Το 330 ο Μ. Κωνσταντίνος πέρασε από την περιοχή τους, αναγνώρισε την εξουσία τους, εκτίμησε την αξία και την αρχοντιά τους και τους έδωσε ένα κόκκινο λάβαρο με κίτρινο σταυρό στη μέση και με δύο λευκά άστρα. Λόγω της εξουσίας τους αυτής στην προαναφερθείσα περιοχή, είχαν ιδιαίτερη σημαία και οικόσημο που παρίστανε τα κύματα της Μπουγιάνας δηλαδή λουρίδες κυματιστές μπλε και άσπρες.

Πολλοί Μπουαίοι αντιστεκόμενοι στην ιταλική εισβολή των Ορσίνι, μαζί με άλλες φάρες αποτραβήχτηκαν στην Πίνδο  και κατόπιν στα μέσα του 14ου αιώνα στην Θεσσαλία. Εκεί το 1333 όπως αναφέρει ο Κατακουζηνός «…οι τα ορεινά της Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούοιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχεντο δουλεύσειν…» (ΙΙ, 474). Όσοι έμειναν στην Ήπειρο συνέχισαν στη Μοσχόπολη με το ίδιο επώνυμο. Μετά το 1333 η φάρα αυτή διακλδίζεται με επωνύμια νέων γεναρχών, όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Κούκης, Μπούας Γρίβας κ.λ. Μετά τον 16ο αιώνα δεν αναφέρονται με το πατρογονικό Μπούας[3] αλλά με το όνομα του γενάρχη τους ή με παρωνύμιο, όπως: Σπάτας, Γρίβας, Μουρίκης, Μερκούρης κ.λ. Περί το 1343 συνέπραξαν μετά του βασιλιά των Σέρβων Ντουσάν στην εκτόπιση των Ανδηγαυών και τα επόμενα χρόνια κατέβηκαν και επεκτάθηκαν μέχρι τις ακτές του Κορινθιακού κόλπου. Περί το 1423 ο Μπούας Κούκης μεταβαίνει από την Αρκαδία, με όλους τους δικούς του, στην Αργολίδα και ζητάει να τους δοθεί τόπος εγκτατάστασής τους. Το παρωνύμιο αυτού του Μπούα που στα Αρβανίτικα σημαίνει κόκκινος, γράφεται σε σχετικό έγγραφο με λατινικούς χαρακτήρες rossus. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος έδωσε τιμές και προνόμια  στον αρχηγό άλλης φάρας Αρβανιτών το Θεόδωρο Μπόχαλη που εμφανιζόταν πλέον ως επικεφαλής των Αρβανιτών του δεσποτάτου και αγνόησε τους Μπουαίους επικεφαλής των οποίων ήταν ο Πέτρος Μπούας Σκλέπας (=κουτσός). Οι Αρβανίτες διχάστηκαν και έτσι εντάθηκε η διάσταση μεταξύ των Μπουαίων και των Παλαιολόγων που είχε αρχίσει ενωρίτερα επί εποχής Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, αφού το 1425 μεγάλη δύναμη καβαλλαρέων με Μπουαίους επικεφαλής είχε αποσκιρτίσει και είχε ταχθεί στην υπηρεσία των Βενετών. Το 1502 με διάταγμα του δόγη της Βενετίας Λεονάρδου Λορεντάνου, οι Μπουαίοι που μετέβησαν ως έποικοι μαζί με άλλες οικογένειες Αρβανιτων και μετά την εισβολή του Βαγιαζήτ στην Πελοπόννησο το 1499, πήραν φέουδα στη Λιβαθώ της Κεφαλληνίας οι δε Σπαταίοι και Μενάγηδες στο Κάστρο. Στις 30.4.1541 η Βενετική Γερουσία απεφάσισε να εγκατασταθούν τέσσερα σώματα Αρβανιτών με αρχηγούς τους Παύλο Μπούα, Ρεπούση, Μπουζίκη, Γιώργο Γκέρμπεση και Αλέξη Γκαμπριέρα, στις Βενετικές κτήσεις της Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Κέρκυρας και Κρήτης, όπου και απαντώνται αρβανίτικα επώνυμα.

Αλλά και σε χωριά της Αττικής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν Μπουαίοι. Στην Αθήνα μεταξύ των αρχόντων υπήρχε ο γόνος των Μπουαίων ο οποίος περί το 1620 παντρεύτηκε την κόρη του Αθηναίου Μανασή και ο γιος του Γεώργιος Μπούας παντρεύτηκε τη γυναίκα του με το επώνυμο Σπουζέ και πέθανε γύρω στο 1690, ενώ η κόρη του Μαρδίτσα Μπούα παντρεύτηκε το 1688 τον Γεώργιο Καπι(τα)νάκη. Όσοι εγκαταστάθηκαν στην Αττική λάτρευαν ως Αρβανίτη άγιο τον Άγιο Μερκούριο[4], του οποίου έχτισαν εκκλησάκι στα Β.Α. της Πάρνηθας. Φαίνεται ότι μετά το 1418 όταν εκτοπίστηκαν οι Αρβανίτες των Μουρίκη Μπούα  Σγούρου από την Ακαρνανία και την Άρτα και του Παύλου Μπούα Σπάτα από την Αιτωλία, ο Ατζαϊόλης Αντώνιος για να υπερασπίσει την περιοχή των Μεσογείων από τους Τούρκους και τους Βενετούς, αλλάκαι να αυξήσει τα έσοδα από την καλλιέργεια της γης, έφερε στην Αττική εκτοπισθέντες από τα μέρη της Ακαρνανίας, Άρτας και Αιτωλίας, Αρβανίτες και έτσι εμφανίστηκαν στην Αττική οι Μπουαίοι, Σπαταίοι κ.λ. Επί πλέον αυτών βλ. Λεξικό Λ. Ζώη, Περί Μπουαίων: Μπούα οικογένεια

[Ο Λ. Ζώης στο τέλος του Λεξικού αναφέρει ότι: «Τα δι’ αστερίσκων σημειούμενα ετηρούντο παρά τω Αρχειοφυλακείω Ζακύνθου, δηλούσι δε, ότι η οικογένεια ή ο τόπος εξέλιπον». Αυτά τα παραθέτω εδώ γιατί το λ. περί Μπουαίων σημειούται με αστερίσκο].

Μεταξύ των Μπουαίων αναφέρονται οι:

Μπούας Πέτρος (Σκλέπας=χωλός): αναφέρεται ως αρχηγός των Μπουαίων (βλ. παραπάνω) και των Αρβανιτών της Αρκαδίας ο οποίος από αντιπάθεια προς τους Παλαιολόγους συνέπραξε μετά του Μανουήλ Κατακουνζηνού αυθέντη της Μάνης, βοηθώντας να εκπληρώσει τη φιλοδοξία που είχε να γίνει αυτός δεσπότης του Μορέως. Όταν στη συνέχεια εκδηλώθηκε ανταρσία κατά των Παλαιολόγων οι επαναστάτες αναγόρευσαν δεσπότη  του Μυστρά τον Μηχαήλ Κατακουνζηνό. Πάρα πολλοί Αρβανίτες με αρχηγό τον Πέτρο Μπούα Σκλέπα πολιόρκησαν τον Μυστρά. Οι Παλαιολόγοι ζήτησαν βοήθεια από τον σουλτάνο Μωάμεθ τον Κατακτητή διάβημα που έκαναν και οι επαναστάτες. Ο σουλτάνος για να υποστηρίξει την πλευρά των Παλαιολόγων διέταξε τον μπεηλέρμπεη της Θεσσαλίας Τουραχάν και εκείνος έστειλε εναντίον των επαναστατών τον γιο του Ομάρ, ο οποίος κτυπήθηκε με τους επαναστάτες και κέρδισε τις πρώτες μάχες. Ο Πέτρος Μπούας ξεσηκώθηκε στο πλευρό των Βενετών και εναντίον των Τούρκων περί το 1463. Ο Πέτρος Μπούας επικεφαλής 500 Αρβανιτών είχε καταφύγει από την Πελοπόννησο στη Ζάκυνθο όταν το 1479 ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε τον πασά του Αυλώνος Αχμέτ να καταλάβει το νησί. Οι Αρβανίτες κτυπήθηκαν και απωθήθηκαν και ο Πέτρος Μπούας με τους δικούς του έφυγε ύστερα από συμφωνία με τους Τούρκους. Στη συνέχεια λεηλατήθηκε και καταστράφηκε το νησί. Ο Μ. Λαμπρυνίδης (Οι Αλβανοί, Αθήναι 1907) σ. 7, τον αναφέρει ως: «…Των Αλβανών τούτων νομάδων ένα των επισημοτέρων φυλάρχων, Πέτρον Μπούαν τον Χωλόν, άνδρα μεν τον τρόπον ουκ αγαθόν, δεξιόν δ’ άλλως αποστάτην, κατά Χαλκοκονδύλην, όστις ερίσας προς τον ομόφυλον αυτού και συγγενή Μπούαν Σπάταν  είχεν αποστεί εκ Λαρίσσης επικεφαλής δεκακισχιλίων Αλβανικών οικογενειών, ηδυνήθη ο Νέριος να προσοικειωθή και δια αρωγής αυτού ευχερώς εγένετο κύριος των Μεγάρων και είτα του Άστεως των Αθηνών εν έτει 1385˙ μετά διετή δε πολιορκίαν κατασχών και την οχυράν αυτού Ακρόπολιν ανεγνωρίσθη επ’ αυτής επισήμως υπό των αρχόντων και των Επιτελών του τόπου Αυθέντης του δουκάτου των Αθηνών…».

Μπούας Πέτρος: Του παραχωρείται η Αιτωλία από τον Συμεών Ούρεση, ο οποίος επανήλθε και κατέλαβε τη Θεσσαλία και την Αιτωλία, αναγνωρίζοντάς τον – όπως και άλλους Αρβανίτες – ως συγκυρίαρχο και επιδιώκοντας καλές σχέσεις μαζί του, αφού το 1358 οι Αρβανίτες (Κάρολος Θώπιας) είχαν νικήσει τους Τούρκους και τον Μιχαήλ Κατακουνζηνό στο Αγγελόκαστρο. Ο Θώπιας είχε αφήσει τότε το 1359 την Αιτωλία και Ακαρνανία καθώς και την Άρτα στους Μπουαίους. Όταν πέθανε ο αυθέντης της Αιτωλίας Πέτρος Μπούας άφησε δύο γιους, τον Γκίνο Μπούα Σπάτα και τον Μουρίκη Μπούα Σγούρο. Ο πρώτος γίνεται κληρονόμος της Αιτωλίας. Ο Πέτρος Μπούας αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανώλη Μπλέση, του οποίου η αντίστοιχη στροφή έχει ως εξής: «…Πού είναι ο Στίνης και ο Κανάκης,/ ο Μέξας, ο Λόπεσης  και ο Μπαρμπάτης/ με τον Ανδρούτσο τον μουστακάτο,/ τον Πέτρο Μπούα και τον Σταμάτη,/ που αντάμα όπως οι γάτοι,/ επήγαιναν σφιχτοδεμένοι στο καρτέρι;/ Ώ φτωχοί στρατιώτες./…».

Μπούας Σπάτας Γκίνος: (βλ. και Μπούας Πέτρος) Όταν πέθανε ο αυθέντης της Αιτωλίας Πέτρος Μπούας άφησε δύο γιους, τον Γκίνο Μπούα Σπάτα και τον Μουρίκη Μπούα Σγούρο. Ο Γκίνος Σπάτας Μπούας γίνεται κληρονόμος της Αιτωλίας. «Ήταν άνθρωπος προικισμένος με εξαιρετικές χάρες καιμε ικανότητες αρχηγού,»ανήρ δραστήριος και πάντα λαμπρός, έργω και λόγω κοσμούμενος και τω κάλλει σεμνυνόμενος», όπως τον περιγράφουν στο χρονικό τους οι μοναχοί Κομνηνός και Πρόκλος. Το παρωνύμιο Σπάτας του Γκίνου, πιστεύεται ότι σήμαινε τον άρχοντα της Σπαθίας και αποτελούσε τίτλο τιμητικό που του κληροδότησε ο Κάρολος Θώπιας. Όταν πέθανε ο αυθέντης της Άρτας Πέτρος Λιόσας άφησε τη χώρα του στο γιό του Γκίνο Λιόσα, στον οποίο επιτέθηκε ο Μπούας Σπάτας Γκίνος και κυρίευσε την πρωτεύουσά του Έτσι ο φύλαρχος των Μπουαίων κυρίευσε όλη τη δυτική Ελλάδα και πήρε και τον τίτλο του δεσπότου της. Το 1835 απώθησε τους Τούρκους και επιτέθηκε στη συνέχεια κατά του Φλωρεντιανού ευγενή Ησαύ Μπουοντελμόντε ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του Πρελιούμποβιτς, την Παλαιολογίνα Μαρία-Αγγελική και το 1836 έγινε εκείνος δεσπότης των Ιωαννίνων, χωρίς όμως να τον νικήσει και έτσι ο Μπούας γύρισε στην Άρτα άπρακτος αλλά δεν εγκατέλειψε το στόχο του που ήταν να γίνει δεσπότης των Ιωαννίνων στη θέση του Φλωρεντιανού. Έτσι ξαναεπιτέθηκε στον Ησαύ ο οποίος στρατολόγησε πολεμιστές από τα Ζαγόρια και τον έκλεισε στα Γιάννενα. Τότε ζήτησε τη βοήθεια του σουλτάνου Μουράτ Α΄, ο οποίος έστειλε από τη Θεσσαλονίκη το στρατηγό Μελκούση με αξιόλογο στράτευμα για να κτυπήσει τον Γκίνο Μπούα, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε λύσει την πολιορκία και είχε ξαναγυρίσει στην  Άρτα. Μετά ένα χρονικό διάστημα ο Μπουοντελμόντε με τον Τούρκο στρατηγό Εβρέν επιτέθηκε κατά του Γκίνου και τελικά οι δυό τους συμφιλιώθηκαν και μάλιστα ο Ησαύ που εν τω μεταξύ είχε χηρέψει παντρεύτηκε την κόρη του Γκίνου Ειρήνη το 1396. Η συγγένεια αυτή όμως δεν απέτρεψε τους συμμάχους του Τούρκους από το να επιτεθούν εκ νέου στον γαμπρό του Γκίνου Μπούα, τον Γκιώνη Τζενεμπίση και ο τελευταίος τους νίκησε και κατέσφαξε τους αντιπάλους του στο Δρίσκο. Το 1399 εκστρατεύει ο ίδιος ο Μπουοντελμόντε κατά των Μπουαίων αλλά ο Τζενεβίσης τους αντιμετώπισε και τους νίκησε πιάνοντας αιχμάλωτο τον ίδιο τον οποίο φυλάκισε στο Αργυρόκαστρο. Στη συνέχεια τον αποφυλάκισε ύστερα από παρακλήσεις και ικεσίες των Φλωρεντιανών και αφού πήρε λύτρα 10.000 δουκάτα. Ο Μπουοντελμόντε πήγε στην Ήπειρο ως φίλος πιά του πεθερού του Γκίνου Μπούα Σπάτα και του αδελφού του Μουρίκη Μπούα Σγούρου, οι οποίοι τον καλοδέχτηκαν όπως ταίριαζε στην αρχοντιά και των δύο μερών.

Μπούας Σγούρος Μουρίκης: (βλ. και Μπούας Σπάτας Γκίνος) γιος του αυθέντη της Αιτωλίας Πέτρου Μπούα (βλ. λ.). Το παρωνύμιο Σγούρος του Μουρίκη αναφέρεται σε παλιά συγγένεια των Σγούρων του Ναυπλίου με τους Μπουαίους. Αρβανίτης δεσπότης της Άρτας του οποίου αναφέρονται δύο ανήψια, γιοί του Παύλου Μπούα Σπάτα αυθέντη της Ναυπάκτου, που ήταν υείος του Μουρίκη, ή κάποιου αδλφού του Μουρίκη, που ίσως υπήρχε αλλά πέθανε πρόωρα και έμεινε άγνωστος. Πρόκειται για τον Γκίνο και τον Αλέξη Μπούα που απαντώνται κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα στο Μυστρά. Στο ποίημα που ο Τζάνε Κορωναίος αφιέρωσε στον Αρβανίτη στρατιώτη Μερκούρη Μπούα αναφέρεται ότι κατέφυγαν οι δύο Μπουαίοι στο Βυζάντιο, στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος τους δέχθηκε και τους διώρισε τιτλούχους στρατιωτικούς στο δεσποτάτο του Μωρέως. Το ποίημα αναφέρει: «Κι’ ο Κάρλος τ’  Αγγελόκαστρον αφέντευσε κι’ εμπήκεν,/ κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν του το εποίκεν./ Και δυό ανεψίδια Μπούα του κυρ Μουρίκη,/ εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δεν τα βρίσκει./ Και ήγγιζέ των εκεινών νάχουν την αυθεντείαν, για τούτο τα εγύρευε με την μεγάλην βίαν./ Κι’ αυτά στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα,/ δια νάχουσι το σκέπος του, να μη φοβούνται πλέα./ Και είδε τους ο βασιλεύς με την ευγνωμοσύνην,/ κι’ αυτός καλά τους δέχτηκε με πάσαν καλωσύνην./ Και χώρες των εχάρισε, καστέλλια και χωρία,/ για νάχουν πάλ’ ευημεριάν, νάχουν παρηγορία./ Κι’ εις τον Μοριάν τους έστειλε, ως δια ν’ αφεντεύουν, και χαρισέ των άλογα, ως να καβαλικεύουν./ Μέγαν μεσάζον έκαμε σ’ εκείνη την ημέραν/ τον έναν απ’ αυτους τους δυό κι’ ώριζε τον Μορέαν.[5]».

Μπούας Σπάτας Παύλος: ανηψιός του δεσπότη της Ακαρνανίας και της Άρτας Μουρίκη Μπούα Σγούρου, με τον οποίο το 1413 αποφάσισε να επιτεθούν κατά του Καρόλου Α΄ Τόκκου και να τον διώξουν από την Αιτωλία, αλλά επενέβησαν οι Βενετοί, τους οποίους κάλεσε ο Κάρολος, και τους συμφιλίωσαν προσωρινά γιατί μετά πέντε χρόνια ο Κάρολος Τόκκος εξεστράτευσε  στην Άρτα και τα Γιάννενα και εκεί αντιμετωπίστηκε από τους Αρβανίτες του Μουρίκη αλλά σε μια μάχη πέθανε ο αρχηγός τους και ανακόπηκε η αντίστασή τους. Έτσι ο Κάρολος κατέλυσε το δεσποτάτο της Δ. Ελλάδος.

Μπούας Σγούρος Καγκάδης: αναφέρεται μεταξύ των οικογενειών που μετοίκησαν από την Πελοπόννησο το 1502 στην Κεφαλληνία και πήραν φέουδα στη Λιβαθώ.

Μπούας Μερκούρης: Αρβανίτης στρατιώτης στις αρχές του 16ου αιώνα, στον οποίο ο Ζακυνθινός τροβαδούρος Τζάνε Κορωναίος[6] αφιέρωσε ένα επικό ποίημα, χωρίς να μας δίνει πληροφορίες για την καταγωγή του. Ίσως ήταν γιος του Πέτρου Μπούα και πάντως εγγονός του Αλέξη Μπούα που με τον αδελφό του Γκίνο διωρίστηκαν τιτλούχοι το 1405 στο δεσποτάτο του Μωρέως από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο. Ο Κορωναίος στο έργο του: Μπούα ανδραγαθήματα, εις Κ. Σάθα, Ελληνικά ανέκδοτα, τ. Α΄, 1867, τον παρουσιάζει υπερβολικά ως θρυλικό ήρωα. Ο Μπούας πολεμάει με 300 Αρβανίτες ιππείς της Αργοναυπλίας κατά των Φλωρεντινών το 1496 στην Πίζα και το 1497 κατά των Γάλλων του Καρόλου Η΄ που πήγε να κατακτήσει το βασίλειο της Νεαπόλεως. Ξεφεύγει από κλοιό στη Μορτάρα και με πέντε μόνο από τα παλληκάρια του φτάνει στην Μάντουα. Ο Μπούας ως φίλος του μαρκησίου της Μάντουας μετέχει με ένα σώμα 400 καβαλλαρέων στο πλευρό των Γάλλων τους οποίους μέχρι τότε μαχόταν, κατά των Ισπανών και συμβάλλει στη νίκη των Γάλλων. Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ ενθουσιασμένος τον ονομάζει με δύο χρυσόβουλα κόμητα του Ακίνη και του Ρόκκα-Σέκα, τον καλεί στο Παρίσι και του παρέχει μεγάλες τιμές και δώρα. Το 1506 τον στέλνει στην Ιταλία σε βοήθεια του πάπα εναντίον του Μπεντιβόλιο, όπου και πάλι ο Μπούας ανδραγαθεί και ο πάπας τον εγκωμίασε, τον ευλόγησε και του χάρισε ένα χρυσό περιδέραιο και χίλια φλουριά. Στη συνέχεια πολεμάει στοπλάι του Λουδοβίκου εναντίον των Ιταλών της Γένοβας που ξεσηκώθηκαν εναντίον των Γάλλων κατακτητών. Εκεί σκοτώνει 2000 αντιπάλους, πιάνει 500 αιχμαλώτους και πληγώνει 1000 κ.λ. Το 1509 στο πλευρό του Λουδοβίκου ΙΒ΄ με 500 καβαλλαρέους πολεμάει κατά των Βενετών στον ποταμό Άδα, όπου σκόρπισε το ιππικό των Βενετών. Στη συνέχεια προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Και εκεί ανδραγαθεί όπως στο Κοστελνόβο, Φέλτρι κ. α. Στη συνέχεια τοποθετείται φρούραρχος της Βερόνας από τον Μαξιμιλιανό. Το 1511 συνεχίζει τα κατορθώματά του στην Ιστρία, στο Φριούλι και στο κάστρο της Γαδίσκας. Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος κατά των Βενετών ο Λουδοβίκος ζήτησε πίσω τον Μερκούρη Μπούα για να επιτεθεί κατά των Άγγλων. Καθώς ο Μπούας επέστρεφε στη Γαλλία συνάντησε στο δρόμο τον παλιό συμπολεμιστή και αιχμάλωτο πλέον των Γάλλων, στρατηγό Βαρθολομαίο Αλβιάνο, ο οποίος τον έπεισε να ξαναγυρίσει στην υπηρεσία των Βενετών, πράγμα που έγινε και το 1512 ξαναγύρισε στη Βενετία μαζί με τα παλληκάρια του. Οι Βενετοί τον δέχτηκα με ενθουσιασμό, τον έκαναν αρχηγό 600 καβαλλαρέων και τον χρησιμοποίησαν σε επόμενες μάχες όπως στην Πάδουα, στο Λάδιζε, στο Σαν Ζουάν, Τρέβιζε κ.λ. Ο Μερκούρης Μπούας πολεμάει «δια να τον γνωρίσουν οι ανδρειωμένοι και ευγενείς όλοι να τον τιμήσουν». Ο βιογράφος του λέει ότι ο Μερκούριος ήταν αληθινός απόγονος του Πείρου και ότι πολεμούσε επί τριάντα συνεχή χρόνια χωρίς σκοπό αλλά μόνο να ακουστεί το όνομά του σε Ανατολή και Δύση. Το πολλάκις ανανεωθέν τάγμα του Μερκουρίου σύγκειται από «άρχοντας Λακεδαιμονίτας και διαλεχτούς Μακεδόνας», «Σπαρτιάτας, Κορινθίους, Λεονταρίτας», εν γένει δε από ιππείς που προήρχοντο από την Ελλάδα. Ο δόγης της Βενετίας για να τον ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες που του προσέφερε του είπε: «Πάς τόπος και περιοχή πρέπει να σε δοξάζη,/ και πλείον η πατρίδα σου, γιατ’ έλαβε πλέον χάρι, από τες χώρες άπασες τον στέφανον να πάρη». Στη συνέχεια ξαναπολεμάει στο πλευρό των Γάλλων και διαπρέπει στο Μαριάν κ. α. Από τους στρατιώτες του Μερκούρη Μπούα αναφέρεται τιμητικά ο Μουρίκης Κόκλας που άρπαξε τη σημαία του Βαρθολομαίου Αλβιάνο, στη μάχη του Άντα. Αναφέρεται ότι η τροφή των Στρατιωτών ήταν λιτοτάτη και ο Μερκούριος απορούσε πως οι Φράγκοι ξόδευαν τόσον πολύν χρόνο στο τραπέζι και ενώ κινδύνευαν δεν σκεπτόντουσαν τον κίνδυνο αλλά τα περί ποικιλίας των εδεσμάτων και τα σχετικά με το δείπνο. Ο Μερκούρης Μπούας πέθανε στο Τρεβίζο περί το 1560 και ετάφη στην εκεί εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Το 1562 ο γλύπτης Αντόνιο Λομπάρντι του έκανε τον τάφο. Ο Κόλλιας αναφέρει 9σ. 209) ότι: «…ίσως απ’αυτή τη φάρα των Μπουαίων να κρατάνε και οι Μερκούρηδες της Ερμηονίδος πράγμα που προφανώς θα γνώριζε ο παλιός Δήμαρχος της εποχής του Βενιζέλου. Δεν αποκλείεται να είχε ο Δήμαρχος στοιχεία για τον πρόγονό του Μερκούρη Μπούα και γι’ αυτό να υπερηφανευόταν για την καταγωγή του…».

Μπούας Ανδρέας: διέπρεψε κατά τον πόλεμο εναντίον της Βενετίας που άρχισε το 1509 στην Άνω Ιταλία, ως οπλαρχηγός στην υπηρεσία των Βενετών.

Μπούας Αλέξης (Λέκκας): αναφέρεται κατά τον πόλεμο εναντίον της Βενετίας που άρχισε το 1509 στην Άνω Ιταλία, ως αρχηγός ενός σώματος καβαλλαρέων που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς στη Βερόνα, αφού έλαβε μέρος σε πολλές μάχες.

Μπούας Μάρκος Αντώνιος: αναφέρεται κατά τον πόλεμο εναντίον της Βενετίας που άρχισε το 1509 στην Άνω Ιταλία, ως φρούραρχος του Βαλαζίου το 1515.

Μπούας Κούκης: αναφέρεται ως ένας από τους αρχηγούς της φάρας των Μπουαίων στην Αρκαδία, που βρισκόταν σε διάσταση με το δεσπότη του Μορέως και ζήτησε να υπαχθεί στην υπηρεσία των Βενετών μαζί με όλους τους δικούς του που αποτελύσαν τέσσερις κατούνες, αρκεί να τους εξασφάλιζαν τόπους εγκατάστασης γι’ αυτούς και τα ζώα τους. Είχε στη διάθεσή του 5.000 Αρβανίτες καβαλλαρέους και προοριζόταν από τους Βενετούς να ενισχύσει τα κάστρα Μεθώνης-Κορώνης ή την Αργοναυπλία.

Μπούας Θεόδωρος: Ως αρχηγός των εξήντα εφίππων αρματωλών στο Ναύπλιο, δεν αποδέχθηκε τη νενομισμένη επιθεώρηση από τον προβλεπτή Ιερώνυμο Μοροζίνη και έφυγε μετά του σώματός του και πήγε στο Άργος όπου βρήκε τριάντα Τούρκους από τους οποίους κατακρεούργησε τους τρεις και αιχμαλώτισε τους υπολοίπους. Στη συνέχεια πήγε στη Μάνη όπου ενώθηκε με τον Κλαδά. Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο προβλεπτής του Ναυπλίου Μίμης Βορτόλης απεκήρυξε αμέσως τον Μπούα και προσδιόρισε αμοιβή σ’ όποιον τον συλλάβει ή τον φονεύσει. Αναφέρεται επίσης ως επικεφαλής στρατιωτών και ότι ήταν σε διάσταση με τον Κλαδά, όταν ο Αχμέτ εξεστράτευσε εναντίον της Μάνης το 1481, οπότε και πήρε τους στρατιώτες του και απεχώρησε για το Ναύπλιο, αφήνοντας τον Κλαδά μόνο του. Στο Ναύπλιο παρουσιάστηκε στον συγγενή του βοεβόδα Ισμαήλ, με τη μεσολάβηση του οποίου ο Αχμέτ έδωσε σ’ αυτόν την ζητηθείσα συγχώρηση. Οι Ενετικές αρχές όμως της Κορώνης αρνήθηκαν να του χορηγήσουν το αναγκαίο πιστοποιητικό για την ανανέωση της στρατιωτικής του υπηρεσίας, παρ’ ότι τις παρεκάλεσαν ο βοεβόδας και ο σαντζιάκβεης που σύστησαν και τον Μπούα. Ο Σάθας αναφέρει (Έλληνες στρατιώται… σ. 138) ότι: «…ο δε Μπούας παραδοθείς εις τας ενετικάς αρχάς καθειρχθη εν Μονεμβασία…».

Μπούας Χρήστος: αναφέρεται από τον Μ. Οικονόμου σ. 17, ότι ήταν αρματωλός Βονίτσης (Κανδηλώρος, σ.33).

Μπούας Γρίβας Θεόδωρος: περιλάλητος αρματωλός της Βονίτσης και Λούρου, ο οποίος  το 1585 υποκινούμενος από τους Ενετούς σήκωσε τη σημαία της επανάστασης κατά των Τούρκων στην Ακαρνανία και την Ήπειρο και σε μια νύχτα έσφαξε τους Τούρκους στη Βόνιτσα και στο Ξηρόμερο. Πολεμήσας τους Τούρκους στον Αχελώο αναγκάστηκε να υποχωρήσει έχοντας πολλές πληγές και παρήγγειλε στον αδελφό του Γκίνο Μπούα που ήταν στην Ήπειρο να σπεύσει σε βοήθεια. Αλλά ο αδελφός του Γκίνος εν τω μεταξύ σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους και ο Θεόδωρος μπροστά στον κίνδυνο, υπεχώρησε και πέρασε στην Ιθάκη με λίγους πιστούς οπαδούς του, όπου και πέθανε από τις πληγές.

Μπούας Έκτωρ: αναφέρεται ότι ήταν Ζακύνθιος και ότι το 1540 με είκοσι Στρατιώτες ήταν φρούραρχος στην Πάργα. Ήταν πιθανώς γιος του υπερασπιστού του νησιού Πέτρου Μπούα.

Πηγές:
Κων. Ν. Σάθα: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήναι 1869. Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει, Φιλόμυθος, Αθήναι 1993.
Κώστα Μπίρη: ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Μέλισσα, ε΄ έκδοση, 2005.
Κόλλια Π. Αριστείδη: Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων, Αθήνα 1992.
Κανδηλώρου Τάκη: Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου. Αθήνα 1924.
————————————————————————————————————————————————————-

[1] Μπούας: ο υδατώδης.

[2] Φάρα: (Αλβ.) γένος, σόι, φυλή. Αλλά και χλευαστικά σημαίνει το χαμηλού επιπέδου άτομο, ή το άτομο ασήμαντης καταγωγής.

[3] Ο Αρ. Π. Κόλιας «Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων» σελ. 16 αναφέρει ότι το επώνυμο Μπούας δεν εξαφανίστηκε στην Ελλάδα, όπως ο Μπίρης υποστηρίζει, αλλά άλλαξε και οι Μπουαίοι έγιναν  Κλαδάδες στο Μοριά, Σπαταίοι (από το Σπάτας Μπούας), Γριβαίοι (από τον Γρίβα-Γκρίζο- Μπούα), Μερκούρηδες (από τον Μερκούρη Μπούα), Μουρίκηδες (από τον Μουρίκη Μπούα) κ.λ. Και στη σελ. 206 αναφέρει, ότι η φάρα των Μπουαίων ανέδειξε μεγάλους άντρες πολλοί από τους οποίους έγιναν πατριάρχες και αρχηγοί νέας φάρας, ονοματοδότες δηλαδή καινούργιας φάρας μόνο στο όνομα.

[4] Ο Άγιος Μερκούριος ήταν Σκύθης και υπηρετούσε ως αξιωματικός των Ρωμαίων στην Ανατολή κατά τα χρόνια του Δεκίου και του Ουαλεριανού (249-260). Μετά από φοβερά μαρτύρια αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια γιατί ήταν χριστιανός.

[5] Κ. Σάθα, Ελληνικά ανέκδοτα, Τόμ. Ι. σελ. 6.

[6] Ο Σάθας, Έλληνες στρατιώται…, σ. 125 αναφέρει: «…Είναι γνωστόν ότι ο Μπούας υπηγόρευσε τα στρατιωτικά του κατορθώματα εις τον Στρατιώτην Ιωάννην τον Κορωναίον, όστις εξέθηκε ταύτα εν μεγάλω ιστορικώ ποιήματι˙ το σύγγραμμα εξεδόθη εν Αθήναις, ολόκληρον δε το δέκατον τμήμα του ποιήματος αφορά εις αυτήν την άλωσιν της Γενεύης˙ αυτός ο στρατιώτης μας λέγει ότι εγεννήθη εν Ναυπλίω, οι δε υπ’ αυτού οδηγηθέντες εν Γενούη ιππείς ήσαν Αλβανοί πελοποννήσιοι…».

This entry was posted in Άρθρα, Ιστορία and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε